Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί η έξοδος είναι μια υπαρκτή επιλογή για την Γερμανία



Μετάφραση από άρθρο του Martin Wolf στους FT

Θα έπρεπε η Γερμανία να αφήσει το ευρώ; Στην τελική, είναι η μεγάλη χώρα με μια εύλογη επιλογή εξόδου. Το ερώτημα γίνεται πιο σχετικό μετά την απόφαση της Μέρκελ, της συντηρητικής καγκελαρίου της Γερμανίας,  να υποστηρίξει τον Μάριο Ντράγκι, πρόεδρο της ΕΚΤ, εναντίον του Jens Weidmann, τον οποίο έχει διορίσει ως πρόεδρο της Bundesbank, σχετικά με το πλάνο της ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα κρατών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ο πρόεδρος της Bundesbank, του πιο σεβαστού Γερμανικού θεσμού, έχει αναχθεί στον κύριο εκφραστή των γερμανών ευρωσκεπτικιστών. Οι Γερμανοί συνειδητοποιούν ότι η ΕΚΤ δεν δύναται να είναι μια μετενσαρκωμένη Bundesbank. Για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι η ευρωζώνη είναι ένας μίζερος γάμος. Μπορεί ένας χωρισμός να είναι καλύτερος, όσο αποδιοργανωτικός κι αν είναι;
Εξετάζοντας το θέμα από την γερμανική σκοπιά, πρέπει να διαχωρίσουμε τα ορθά από τα λάθος επιχειρήματα. Όπως δείχνει κι ο Paul de Grauwe, Βέλγος οικονομολόγος στο LSE, σε σχετικό άρθρο του, είναι εύκολο να βρεθούν αντίστοιχα παραδείγματα. Το συγκεκριμένο άρθρο εξετάζει αν η συσσώρευση απαιτήσεων μέσα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σημαίνει ότι η Γερμανία θα χάσει πολλά αν διαλυθεί η ευρωζώνη. Η απάντηση είναι όχι.
Καταρχάς η Γερμανία έχει συσσωρεύσει πολλές απαιτήσεις τόσο από τα μέλη της ευρωζώνης, όσο κι από τρίτες χώρες, όχι λόγω του διατραπεζικού συστήματος, αλλά λόγω των μεγάλων πλεονασμάτων στο εμπορικό της ισοζύγιο. Οι Γερμανοί τρέχουν δύο επιχειρήσεις: εξάγουν αγαθά, στο οποίο είναι εξαιρετικοί και εισάγουν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, στο οποίο είναι κάκιστοι. Εν συντομία, οι εξαγωγές της Γερμανίας την έχουν εκθέσει σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Σύμφωνα με το άρθρο, η γερμανική οικονομία έχει εκραγεί λόγω χρηματοικονομικών ροών (αποτέλεσμα κερδοσκοπίας) και όχι λόγω των πλεονασμάτων της.
Αυτές οι ροές δεν επηρεάζουν τις διακρατικές απαιτήσεις. Αν υποθέσουμε ότι ένας ισπανός καταθέτης μεταφέρει τα χρήματά του σε μια γερμανική τράπεζα, αυτό συνεπάγεται υποχρέωση για την ισπανική κεντρική και απαίτηση για την αντίστοιχη γερμανική. Ταυτοχρόνως η γερμανική ιδιωτική τράπεζα θα έχει απαιτήσεις από την αντίστοιχη ισπανική. Η καθαρή θέση της Γερμανίας παραμένει αναλλοίωτη, αλλά οι απαιτήσεις της bundesbank έχουν αυξηθεί, ενώ οι απαιτήσεις του ιδιωτικού τομέα όχι.
Κατά δεύτερον αυτό δεν εκθέτει τον γερμανό φορολογούμενο σε μεγάλες απώλειες. Η αξία των υποχρεώσεων της bundesbank (η νομισματική βάση δηλαδή) δεν εξαρτάται από την αξία των απαιτήσεών της, αλλά από την αγοραστική δύναμη. Στο συγκεκριμένο νομισματικό σύστημα, όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις, οι κεντρικές δεν χρειάζονται πολλές απαιτήσεις παρά μόνο τις ελάχιστες για να μπορεί να ασκηθεί νομισματική πολιτική, αφού μπορούν να δημιουργήσουν χρήμα από το τίποτα. Αυτό που δίνει αξία στο χρήμα είναι όχι τόσο μια εγγύηση, αλλά η προδιάθεση των ατόμων να κάνουν συναλλαγές και η προδιάθεση του κράτους να ορίσει τις αντίστοιχες φορολογικές υποχρεώσεις.    
Ο κίνδυνος για την γερμανία, στην περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης, είναι ότι θα μπορούσε να υπάρχει υπερπληθώρα του νέου νομίσματος, κυρίως από αλλοδαπούς στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν το νέο νόμισμα. Η bundesbank θα μπορούσε να την περιορίσει επιβάλλοντας, όμως, περιορισμούς στην μετατροπή στους γερμανούς υπηκόους. Οι απώλειες κατά αυτόν τον τρόπο θα βάραιναν τους πολίτες των άλλων χωρών, των οποίων τα νομίσματα θα κατέρρεαν.
Αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του De Grauwe αλλά θα μπορούσαμε να τους συνετίσουμε. Αν οι γερμανοί έχουν μαζέψει άχρηστες απαιτήσεις μέσω των τεραστίων πλεονασμάτων στο εμπορικό τους ισοζύγιο, ίσως θα ήταν καλύτερα να συμμαζέψουν τα πλεονάσματά τους. Παρομοίως, το γεγονός ότι οι γερμανοί μπορούν να φύγουν χωρίς τις μεγάλες απώλειες που φοβάται η κοινή γνώμη κάνει την έξοδο μια δυνατή επιλογή.
Ο Charles Dumas του λονδρέζικου Lombard Street Research, επισημαίνει ότι η συμμετοχή στο ευρώ έχει ενθαρρύνει την γερμανία στο να προβεί σε μερκαντιλιστικές πολιτικές σε βάρος των πολιτών της καθώς και της ανταγωνιστικότητάς της. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί ελάχιστα από το 1998, όπως και η εσωτερική κατανάλωση. Αντίστοιχα η παραγωγικότητα στο διάστημα 1999-2011 έχει αυξηθεί ελάχιστα σε σχέση με τις ΗΠΑ και το ΗΒ. Οι στάσιμοι πραγματικοί μισθοί, η λιτότητα και τα υψηλά επιτόκια έχουν οδηγήσει την ζήτηση σε καθίζηση. Αλλά τώρα η θεραπεία για τα δεινά της ευρωζώνης απαιτεί υψηλότερο πληθωρισμό στην γερμανία, τον οποίο οι ίδιοι απεχθάνονται, αποπληθωριστικές υφέσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές και εκταμίευση εγχώριων πόρων προς τα άλλα κράτη-μέλη.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι ούτε τα οικονομικά αλλά ούτε και τα πολιτικά οφέλη από την ευρωζώνη είναι αυτό που ονειρεύονταν οι γερμανοί πολιτικοί - οικονομολόγοι. Ακόμη χειρότερα, προβλέπονται έτη συγκρούσεων για θέματα ανταγωνιστικότητας, αναδιάρθρωσης χρεών και αντιλαϊκών μέτρων. Ίσως ένα επίπονο διαζύγιο να είναι καλύτερο από όλα αυτά.
Ο Dumas αυτό υποστηρίζει. Η επιστροφή σε έναν ανατιμημένο μάρκο θα σήμαινε μείωση του ποσοστού των κερδών, θα αύξανε την παραγωγικότητα όπως και τα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών. Αντί να δανείζουν πλεονάσματα σε «ανήθικους» ξένους, οι γερμανοί θα μπορούσαν να έχουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Επιπλέον, αυτό θα οδηγούσε σε άμεσες αναπροσαρμογές στις ανταγωνιστικότητες των χωρών, οι οποίες εναλλακτικά θα είναι αργές, μέσω αύξησης πληθωρισμού στην γερμανία και αύξηση της ανεργίας στις άλλες χώρες.
Οι αναλύσεις των De grauwe και Dumas συγκλίνουν σε ένα σημαντικό σημείο. Αν η γερμανία συνεχίζει να τρέχει μεγάλα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο, αναγκαστικά θα συσσωρεύσει τεράστιες απαιτήσεις προς άλλους. Η εμπειρία δείχνει ότι αυτές θα γίνουν σκουπίδια. Ο καθηγητής de grauwe είναι σωστός όταν λέει ότι η συσσώρευση απαιτήσεων μέσα στην ευρωζώνη δεν είναι επικίνδυνη. Ο κίνδυνος υπάρχει στην στρατηγική μείωσης των μισθών και στην υπερβολική αύξηση των πλεονασμάτων που θα οδηγήσει σε ένα ακριβό αδιέξοδο. Μπορεί κάλλιστα να καταστρέψει την γερμανική οικονομία. Σίγουρα υποχρεώνει την γερμανία να μεταφέρει πόρους στους «πελάτες» της με τον ένα πολυέξοδο τρόπο ή τον άλλο.
Η έξοδος είναι πράγματι μια επιλογή. Αν απορριφθεί, όπως προβλέπω, οι ίδιες αναπροσαρμογές θα συμβούν με πολύ πιο επίπονο τρόπο. Η εναλλακτική είναι μια μεταβιβαστική ένωση (σ.τ.μ. τραπεζική ένωση κλπ), την οποία οι γερμανοί φοβούνται. Η γερμανία έχει πληρώσει ακριβά την μερκαντιλιστική πολιτική της. Είτε εντός, είτε εκτός ευρώ, αυτή δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να διαρκέσει παραπάνω.






Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Uber fail μνημονιακού και αριστερού λόγου




Έχουμε περάσει ήδη τρία χρόνια εν μέσω κρίσης και ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να ακούσουμε μία άποψη που να παρουσιάζει μια συνεκτική και συνολική εικόνα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε. Από την μία πλευρά υπάρχει ο μνημονιακός λόγος που περιορίζεται σε μία κριτική εναντίον του σπάταλου δημοσίου και του διαστρεβλωτικού χαρακτήρα της παρέμβασης του τελευταίου στον ιδιωτικό τομέα και από την άλλη υπάρχει ο αριστερός λόγος ο οποίος εμμένει στα κακώς κείμενα της ΕΕ. Και οι δύο πλευρές έχουν κάποια δυνατά επιχειρήματα, ενώ και οι δύο παραβλέπουν ζητήματα που δεν τους βολεύουν για να βγάλουν την γραμμή τους. Προφανώς η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και δεν χρειάζεται να αναφέρω καν διάφορες άλλες ξώσφαλτσες απόψεις, οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια καταλήγουνς στους Ελ.
Για να μπορέσουμε να δούμε τα πράγματα όσο συνεκτικότερα γίνεται ας βάλουμε κι ένα πλαισιάκι για να μην χάσουμε την μπάλα. Ας ορίσουμε σε αυτό το πλαίσιο τρεις πυλώνες , οι οποίοι θα μας επιτρέψουν να απομονώσουμε όσο γίνεται τα, ούτως ή άλλως αλληλένδετα, πράγματα. Αναφορικά οι πυλώνες είναι ο ιδιωτικός τομέας, ο δημόσιος και η μακροοικονομία.

Ιδιωτικός τομέας

Είναι χαρακτηριστικό ότι τον ιδιωτικό δεν τον πιάνουν στην γλώσσα τους ούτε οι μεν, ούτε οι δε, ο καθένας για τους λόγους του. Οι μεν μνημονιακοί, πέρα από ζήτημα μισθών δεν έχουν να πουν κάτι άλλο και  φυσικά αυτό γίνεται γιατί ό,τι άλλο και να πουν θα σημάνει την έναρξη μιας κουβέντας η οποία θα ακυρώνει όλα τους τα επιχειρήματα. Και τα αυτογκολ γενικά δεν αρέσουν. Η αριστερά δε, καμία νύξη επίσης. Να υποθέσω επειδή δεν υπάρχουν σοβαρά συνδικαλιστικά όργανα στον ιδιωτικό;
Έστω ότι μπορούμε να χωρίσουμε τον ιδιωτικό τομέα σε τρία στρώματα, με βάση το οικονομικό μέγεθος της κάθε εταιρίας. Στο υψηλότερο στρώμα έχουμε εταιρίες οι οποίες ανεξάρτητα από το αν έχουν μεγάλη δραστηριότητα, παρουσιάζουν μεγάλους τζίρους. Τέτοιες είναι πχ η Λαμπρακιστάν κ Σια, Αλαφούζου ΕΠΕ (με το «περιορισμένης ευθύνης» να επιδέχεται πολλές ερμηνείες) και Μπόμπολας Uber Alles ΑΕ. Η κριτική του μνημονιακού λόγου για κρατικοδίαιτους στρέφεται συγκεκριμένα κατά των δημοσίων, αλλά για τους παραπάνω ούτε λόγος. Αυτονόητο, εκτός κι αν περιμένει κανείς τον Αλαφούζο να κατηγορεί τον Αλαφούζο ότι είναι κρατικοδίαιτος. Από την αριστερά πάλι, σπασμωδικά πράγματα, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο.
Αλλά και πάλι αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Αυτό που δεν επισημαίνει κανείς είναι το χάος που επικρατεί στα υπόλοιπα δύο στρώματα. Στο δεύτερο στρώμα βρίσκονται εταιρίες οι οποίες έχουν οργανωμένη και μεγάλη παραγωγή, τουλάχιστον με βάση τα εγχώρια κριτήρια. Με βάση αυτά που έλεγε προ διετίας, σαν ιοβές τότε, ο στουρνάρας, ο συγκεκιρμένος χώρος είναι ένα τεράστιο καρτέλ, εφάμιλλο αυτού της κόκας στην Κολομβία (in your face Pablito).  Ο ίδιος υπουργάρας άτυπα έλεγε στις πολύ αρχές του έτους, ότι χρειάζεται πολιτική δύναμη για να μπει ένα χέρι σε όλους αυτούς και το καλύτερο είναι ότι δεν μιλάμε μόνο για ελληνικές εταιρίες αλλά για όλες (πόσο ειρωνικό ακούγεται αυτό σήμερα; μα πόσο ειρωνικό;). Αφού το λέει ο υπουργός εμείς ποιοι είμαστε για να τον αμφισβητήσουμε; Από τον εσωτερικό μνημονιακό λόγο δεν υπάρχει νύξη για τέτοια ζητήματα. Μόνο τον τελευταίο μήνα, όπου η κατάσταση έχει αρχίσει να ζορίζει τραγικά, έχει αρχίσει και η πίεση εκ των έξωθεν. Από την αριστερά πάλι κάποια πενιχρά σχόλια φώτη-αλέκας κι ακόμα λιγότερα από τον αλέξη.
Κι ερχόμαστε τώρα στο τρίτο στρώμα τις πολυπληθείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου ο ανορθολογισμός βαράει κόκκινο. Μιλάμε (μάλλον πιο σωστά δεν μιλάμε) για οργάνωση, για επιχειρηματικότητα, για τεχνογνωσία, για καινοτομία, για μακροπρόθεσμες στρατηγικές, για, για, για... Μιλάμε για ετιαρίες όπου ο ιδιοκτήτης συμπεριφέρεται σαν υπάλληλος στο ίδιο του το μαγαζί, όπου απλά θέλει να βγάζει έναν μισθό στην τελική και να κάνει την ζωή του. Ολόκληρη η νεοκλασσική μικροοικονομική θεωρία καταρρέει αυτομάτως με το που πάει να εφαρμοστεί σε αυτόν τον χώρο.
Φυσικά δεν υπάρχει τίποτε κακό σε όλα αυτά. Έτσι λειτουργούσαν πάντα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έτσι θα λειτουργούν. Το πρόβλημα όμως είναι αλλού. Προσπαθούν οι μνημονιακοί να μας συνετίσουν, να μας πουν ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει να πάψει να είναι η ατμομηχανή της οικονομίας κι ότι τα σκήπτρα πρέπει να τα αναλάβει ο ιδιωτικός και μπορεί το σκεπτικό να είναι σωστό για μια δυτική και πόσο μάλλον αγγλοσαξωνική οικονομία, αλλά στην περίπτωση της ελλάδας να γίνει τι ακριβώς; Θα πρέπει να αντικαταστήσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι και η ραχοκοκαλιά του ιδιωτικού τομέα, τον όγκο που παράγεται από το δημόσιο;  Φυσικά δεν μιλάμε για το είδος της παραγωγής αλλά για απλά νούμερα, όπως εμφανίζονται στο ΑΕΠ. Όταν υπάρχουν δύο παράγοντες που αθροιστικά διατηρούν μια μεταβλητή σε ένα συγκεκριμένο ποσό και θέλεις να μειώσεις την μία, αν δεν κάνεις κάτι για να αυξηθεί, ταυτόχρονα, η άλλη, τότε η μεταβλητή σου καταρρέει. Τι κάνουμε για να μην καταρεύσει το ΑΕΠ; Τίποτα. Αντιθέτως, μειώνεται ο όγκος του δημοσίου και μαζί μειώνεται κι όγκος του ιδιωτικού. Ευφυές... Από τους μνημονιακούς τέτοια ζητήματα ούτε καν αναφέρονται, παρά μόνο το ΕΣΠΑ που θα έρθει σαν μάννα εξ ουρανού, για να φέρει την ανάπτυξη. Εκτός του ότι το ΕΣΠΑ είναι ένα πολύ βραχυπρόθεσμο εργαλείο και δεν έχει καμία σχέση με ουσιαστικές, δομικές παρεμβάσεις, ενδεχομένως να μην λειτουργήσει κιόλας λόγω του κωλύμματος στον τραπεζικό τομέα, αλλά αυτό το αφήνουμε για παρακάτω. Από αριστερά πάλι, ούτε κουβέντα.
Η μόνη ουσιαστική πολιτική που αφορά τον ιδιωτικό τομέα, είναι αυτή περί ανταγωνιστικότητας, η οποία όμως πάλι τίθεται σε λάθος βάση. Όπως έχουμε ξαναναφέρει από εδώ άπειρες φορές, ο τρόπος που αντιμετωπίζεται εκ μέρους της τρόϊκας, η ανταγωνιστικότητα, είναι πολύ στενόμυαλος και εστιάζει αποκλειστικά στο μισθολογικό και στο ασφαλιστικό κόστος της εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο κι έχει να κάνει κυρίως με την αποτελεσματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο χίλια δύο πράγματα μπορούν να γίνουν κομμάτι της ανταγωνιστικότητας, όπως προηγμένα δίκτυα, οικονομίες κλίμακας, διάχυση τεχνογνωσίας, πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες κ.α. Η τρόϊκα όμως επιμένει να ασχολείται μόνο με τα εργατικά. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ξεκάθαρος κι έχει να κάνει με το πως υπολογίζεται η ανταγωνιστικότητα με βάση το νεοκλασσικό μοντέλο. Πρόκειται περί ταυτολογίας καθώς χρησιμοποιείται μία φόρμουλα, η οποία είναι αδύνατο να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές του ζητήματος. Ο δεύτερος λόγος, κατά προσωπική εκτίμηση έχει να κάνει με το ότι το πεδίο του ιδιωτικού τομέα παρουσιάζεται τόσο αχανές κι ανοργάνωτο, όπου ο μόνος τρόπος που μπορείς από κάπου να πιάσεις το ζήτημα, είναι ο μισθολογικός.
Το θέμα όμως είναι ότι το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας είναι πολύ πιο σημαντικό, μακροχρόνια, από τα όποια ελλείμματα του δημοσίου. Στην ουσία με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αυτό που προσπαθεί να γίνει είναι μια μείωση των τιμών. Οι μισθοί μειώθηκαν, αλλά οι τιμές δεν ακολούθησαν πράγμα που σημαίνει ότι το βιωτικό επίπεδο μειώθηκε. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι αυτός που αναφέρθηκε πιο πάνω (λάθος εργαλείο εκτίμησης) κι ο δεύτερος είναι αυτός που αναφέρθηκε πολύ πιο πάνω (καρτέλ). Σε αυτό το σημείο ο μνημονιακός λόγος τα μόνα καρτελ που καταλαβαίνει είναι αυτά του δημοσίου κι ότι για τις αυξημένες τιμές φταίει κυρίως το δημόσιο (ένα πράγμα, όπως όταν έχεις τις μαύρες σου, φταίει ο ανάδρομος ερμής), ενώ από την αριστερά, ενώ αναγνωρίζεται σε κάποιο βαθμό το θέμα, προτείνεται η λάθος πολιτική, η αύξηση των μισθών. Και είναι λάθος γιατί η πρώτη πολιτική θα έπρεπε να ήταν η μείωση των τιμών.
Ας το πάρουμε αυτό λίγο μπακαλίστικα. Αν ο ιδιώτης Α έχει ένα συγκεκριμένο μισθό και η κατανάλωσή του είναι ένα συγκεκριμένο ποσοστό του εισοδήματός του (ας πούμε 50%) και του μειώσεις τον μισθό, αλλά και τις τιμές αναλογικά, τότε η κατανάλωσή του σαν ποσοστό του εισοδήματός του θα παραμείνει 50%. Με άλλα λόγια το βιοτικό του επίπεδο θα παραμείνει το ίδιο. Φυσικά όλο αυτό είναι λάθος γιατί μιλάει για μια αυτάρκης κοινωνία. Στην δική μας περίπτωση, αυτομάτως όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, με την μείωση των μισθών γίνονται πιο ακριβά, αλλά στην τελική κάπως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι το πράγμα ή μήπως με την δραχμή δεν θα είναι ακριβότερα; Ή μήπως θεωρείς ότι είναι σωστό που η ελλάδα είναι πιο ακριβή από την γερμανία; Με την υποτιθέμενη μείωση όμως των τιμών (από το υποτιθέμενο σπάσιμο των καρτέλ), αυτομάτως τα εγχώρια προϊόντα θα είναι πιο φτηνά και ενδεχομένως να δοθεί μια ώθηση στον ιδιωτικό τομέα να παράγει περισσότερα. Κι όπως είπαμε πιο πάνω, μην ξεχνάς ότι τα καρτέλ στην ελλάδα δεν είναι μόνο ελληνική υπόθεση... Ενδεχομένως, να δούμε και μειώσεις σε εισαγόμενα προϊόντα. Αντί λοιπόν η αριστερά να θέλει να αυξήσει τους μισθούς, ας πιέσει για πιο ζόρικα πράγματα. Ας τα βάλει με τα καρτέλ για να μειωθούν οι τιμές.
Σε άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα εργατικά, φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό η εξαήμερη εργασία, ενώ διαχρονική είναι η απορύθμιση των εργασιακών. Όσον αφορά το πρώτο, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο αν το 40ωρο/εβδομάδα τηρείτω αυστηρότατα και ο κάθε εργαζόμενος μπορούσε να πάρει το ρεπό του άλλη μέρα, εκτός σκ. Φυσικά με τους έλληνες εργοδότες, θα ήταν ηλίθιος αν πίστευε κανείς ότι θα υπήρχε τήρηση του νόμου, ενώ η διαδικασία της καταγγελίας είναι άλλο ένα μεγάλο ανέκδοτο. Το όλο νόημα βέβαια της πρότασης είναι να μειωθούν τα μισθολογικά έξοδα με την κατάργηση ουσιαστικά της υπερωρίας. Προφανώς αυτή η τελευταία λέξη είναι λίγο πολύ άγνωστη σε πολλούς και στην τελική είπαμε. Αφήστε τους μισθούς στην ησυχία τους και βρείτε κάτι από τα πολλά άλλα που υπάρχουν για να ρίξετε τις τιμές.
Όσον αφορά την απορύθμιση των εργασιακών, δεν ξέρω αν όντως έχουμε έναν από τους πιο αυστηρούς κανόνες στην ευρώπη, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε περιπτώσεις όπου εταιρίες που δεν βγαίνουν, δεν μπορούν να απολύσουν υπαλλήλους γιατί δεν έχουν τα χρήματα των απαιτούμενων αποζημιώσεων. Για να μπορεί να προστατευθεί κι ο εργαζόμενος αλλά κι ο ιδιοκτήτης όταν έχει μπει στην κατρακύλα, αντί να υπάρξει απορύθμιση, μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικότερη ρύθμιση. Δηλαδή, αντί να μειωθεί το κόστος απολύσεως, μπορεί κάλλιστα να μπεί όρος που να επιτρέπει μια μειωμένη αποζημίωση όταν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά μειωμένων τζίρων, αντιστοιχούμενα πάγια έξοδα σαν ποσοστό του κύκλου κ.α.. Φυσικά τέτοιες προτάσεις, ούτε κατά διάνοια, από καμία πλευρά.
Και επειδή αν αρχίσουμε να μιλάμε για τον δημόσιο τομέα και την μακροοικονομία, πάμε για σεντονάρα, ας τα αφήσουμε καλύτερα για την άλλη φορα.

ΥΓ Εντάξει ο διαχωρισμός στον ιδιωτικό τομέα είναι αυθαίρετος αφού το πρώτο με το δεύτερο στρώμα αλληλεπικαλύπτονται και ουσιασικά υπάρχουν δύο κατηγορίες, οι μεγάλες και οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά έξυπνο παιδί είσαι, το πιάνεις το νόημα.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Brace yourselves






Μετά από τόση φασαρία, τελικά η κατάληξη είναι να έχουμε κατά πάσα πιθανότητα έναν χειρότερο πρωθυπουργό από τον προηγούμενο και την χα στην βουλή. Τουλάχιστον ψώφησε το παλιό «καλό» πασοκ. Ο μεγάλος αντιμνημονιακός αντώνης έπαιξε το κεφάλι του κορώνα γράμματα, αφού ήξερε ότι με την ντόρα στο κόμμα, στην πρώτη αναποδιά θα του ζήταγε τα ρέστα. Τελικά τα κατάφερε, αλλά τι ακριβώς; Ναι θα είναι μάλλον πρωθυπουργός, αλλά σε μια κυβέρνηση η οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις ισπανικές και τις ιταλικές αναταράξεις και η οποία μόνο βραχύβια θα μπορεί να είναι αφού παίζονται πολύ μεγαλύτερα παιχνίδια από αυτά που μπορεί να αντέξει το νοτιοανατολικό ευρωζωνικό χωριό.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως. Ο Αντωνάκης κινήθηκε προεκλογικά με άξονα την παραμονή της ελλάδας στο ευρώ. Αν παραβλέψουμε για λίγο το φτηνό προεκλογικό τσιτάτο και πάρουμε την υπόσχεση πιο σοβαρά, κολλάμε σε δύο προβλήματα. Το ένα έχει να κάνει με τις δυναμικές της ελληνικής οικονομίας και το άλλο με το ίδιο το ευρω.
Ξεκινώντας από τα δικά μας, οι απόψεις που υπάρχουν χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Από την μία πλευρά οι αμερικανοί οικονομολόγοι (κατά βάση αντιμνημονιακοί) οι οποίοι θεωρούν δεδομένη την έξοδο της ελλάδας από το ευρω, ότι κι αν κάνουμε. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του μαγίστρου Σόρρος (ο οποίος εκφράζει μάλλον τις αγορές παρά κάποιους οικονομολόγους) κατά τον οποίο με τσίπρα η ελλάδα είναι εκτός, αύριο κιόλας, ενώ με σαμαρά σε 4 μήνες. Ο λόγος για αυτόν τον πεσσιμισμό έχει να κάνει αποκλειστικά με την αποτυχημένη πολιτική της λιτότητας (ultra-super-epic fail), η σφοδρότητα της οποίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ανάκαμψη και απλά λίγη πολιτική γκρίνια επισπεύδει τα αναπόφευκτα.
Από την άλλη, οι ευρωπαίοι οικονομολόγοι (οι περισσότεροι εκ των οποίων πάλι αντιμνημονιακοί) θεωρούν την έξοδο της ελλάδας αδύνατη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η εκτ θα πρέπει να καλύψει το χρέος των ισπανικών τραπεζών (γύρω στα 3 τρις) και το αντίστοιχο χρέος των ιταλικών (γύρω στα 5-6 τρις). Δύσκολοι καιροί για ευρωτραπεζίτες. Και στις δύο περιπτώσεις είναι εμφανές ότι το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός της ελλάδας και το τι θα (μπορεί να) κάνει δεν έχει καμία, μα καμία, μα καμία σημασία. Εντάξει, υπάρχει κι ο μνημονιακός λόγος, όπου στην ελλάδα οι μνημονιακοί ζουν στον δικό τους ελληνικό μικρόκοσμο, ενώ στην ευρώπη ξεροκαταπίνουν κοιτάζοντας μπροστά τους τα δύο απροσπέλαστα όρη, της ισπανίας και της ιταλίας.
Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που θα βρει μπροστά του ο μεγάλος αντιμνημονιακός αντώνης, αφού υπόσχεται ότι θα κρατήσει την ελλάδα στο ευρώ, αλλά σε ποιο ευρώ όταν το τελευταίο μπορεί να πάψει να υπάρχει (τουλάχιστον όπως το ξέρουμε), αρκετά σύντομα;  Όπως αναφέρει κι ο, πάντα διαυγής, munchau το μεγάλο παιχνίδι που παίζεται (και αναφέραμε πιο πάνω) έχει να κάνει με την έλλειψη λύσης σχετικά με την  ευρωπαϊκή ενοποίηση και η οποία έχει κι αυτή δύο σκέλη, ένα πολιτικό κι ένα οικονομικό. Στο πολιτικό μέρος έχουμε ένα παράδοξο τύπου condorcet, όπου η γερμανική κεντρική θέλει δημοσιονομική ενοποίηση για να προχωρήσει σε τραπεζική, das merkel θέλει πολιτική για να προχωρήσει σε δημοσιονομική κι ο φρανσουά θέλει τραπεζική για να προχωρήσει σε πολιτική. Κι όλα αυτά ενώ επείγεται να βρεθεί λύση για το ισπανικό και ιταλικό ζήτημα.
Στο οικονομικό μέρος, η ισπανία πραγματικά δεν είναι ελλάδα αφού δεν έδειξε καμία διάθεση για νταραβέρια με δντ, ενώ έθεσε ευθύς εξαρχής το ζήτημα των τραπεζών και μόνο αυτό (συνεκτική περιγραφή εδώ).  Κουβέντα για τα ελλείμματα οι μέν, κουβέντα και οι δε, με τα χρέη να τρέχουν κι ενώ το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πάει για μετωπική με τοίχο. Προφανώς αυτήν την στιγμή το παιχνίδι είναι στην μεριά της αγκέλας η οποία θα πρέπει είτε να αποδεχτεί μια ήττα και να μαλακώσει αρκετά τις θέσεις της, προωθώντας έναν ευρωπαϊκό φεντεραλισμό, είτε να βάλει την φωτογραφία της δίπλα στα σχετικά κείμενα των εγκυκλοπαιδειών για την καταστροφή του ευρώ. Η ίδια θα προτιμούσε να έρθουν οι εκλογές και να φύγει από πάνω της το βάρος, αλλά κι αυτές οι άτιμες αργούνε πολύ.
Πίσω στο ελλάντα οι πολιτικές εξελίξεις, όπως έχει αναφερθεί ξανά από αυτό εδώ το μπλογκ, βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολύ δύσκολα η κυβέρνηση σαμαρά θα αντέξει για πάνω από κάποιους μήνες. Όποτε κι αν έρθει η κατάρρευση της κυβέρνησης, θα σημάνει έναρξη της ντόριας αυτοκρατορίας στο κεντροδεξιό κόμμα, το οποίο λογικά θα προσελκύσει, όπως το σκατό τη μύγα, τις νεοφιλελεύθερες συνιστώσες (ή γκρουπούσκουλα αν προτιμάτε) από όποιο κόμμα κι αν προέρχονται, ενώ θα διώξει το λαϊκό κομμάτι της νδ, που θα πρέπει να βρει νέα στέγη. Υποψήφιες στέγες υπάρχουν αρκετές και δεν θέλω ούτε καν να σκέφτομαι καμία από αυτές. Από την άλλη πλευρά ο μπένι θα βάλει ένα τέλος  στο πασοκ. Θα του αλλάξει όνομα δηλαδή (βλέπε νεος πανιώνιος). Βλέπεις, υπάρχουν και κάποια χρέη που πρέπει να εξαφανιστούν. Κάποιες σχετικές, μελλοντικές ζυμώσεις με δημαρ θα φτιάξουν ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό πόλο και μας μένει η αριστερά, στην οποία ο συριζα κατάφερε να ελιχθεί και να προσαρμοστεί στις νέες περιστάσεις, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Λογικά στις επόμενες εκλογές, αν δεν γίνει κάποια δραματική αλλαγή, θα είναι πρώτο κόμμα, ενώ, σε ένα παράλληλο σύμπαν, στον περισσό το κόλλημα στο 1928 έχει, επιτέλους, σταματήσει να πουλάει.
Βέβαια ωραία φαίνονται όλα αυτά σε ένα βάθος τετράμηνου ή εξάμηνου ή άντε και εννιάμηνου βαριά βαριά, αλλά μέχρι τότε, με 30% δεξιά και χοντρικά 10% άκρα δεξιά, η ζωή στο γκρίχενλαντ δεν φαίνεται και πολύ αισιόδοξη.


Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Η Ευρώπη ξυπνάει το φάντασμα ενός μη-κυβερνήσιμου κόσμου




Μετάφραση άρθρου του Mark Mazower από την έντυπη έκδοση των FT (26.05).

«Αποφάσισαν χωρίς εμάς, προχωράμε χωρίς αυτούς», λέει το σλόγκαν στο site του Συριζα, του προεξέχοντος, στις τελευταίες εκλογές, αριστερού Ελληνικού κόμματος. Αλλά αυτό που προκύπτει, διαβάζοντας παρακάτω, είναι λιγότερο μια σαφής στρατηγική για το μέλλον της χώρας και περισσότερο μια κοσμοθεωρία διαχεόμενη από εικόνες και μνήμες του πολυτάραχου παρελθόντος. Εδώ, η μάχη εναντίον του εχθρού, όπως τον αντιλαμβάνονται σήμερα,  - του νεοφιλελευθερισμού – θυμίζει τον αγώνα κατά της στρατιωτικής χούντας, 40 χρόνια πριν, και την αντίσταση κατά των Ναζί στην κατοχή, κατά τον Β’ΠΠ. Υπάρχουν, ακόμα, απόηχοι από το Λαϊκό Μέτωπο και την Σοσιαλιστική Διεθνής. Ο Αλέξης Τσίπρας, αρχηγός του Συριζα, είναι πολύ νέος για να τα θυμάτια όλα αυτά: γεννήθηκε λίγο αφότου έπεσε η χούντα, το καλοκαίρι του ’74. Παρ’όλα αυτά, η γλώσσα που χρησιμοποιεί το κόμμα του μας θυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή κρίση θέτει κάποια βαθειά ιστορικά ερωτήματα σχετικά με το τι συνέβη στην πολιτική, στην δημοκρατία και στην ίδια την ιδέα της διεθνούς συνεργασίας.
Στην Ευρώπη ήταν, δύο αιώνες πριν, που δημιουργήθηκε η ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα κυβερνήσιμο μέρος. Αυτή η ιδέα, τότε, ήταν ριζοσπαστικά καινούργια: ο όρος «διεθνής» από μόνος του, επινοήθηκε από τον Jeremy Bentham και αφομοιώθηκε μερικές δεκαετίες μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Παρ’ό,τι, τότε, ο εθνικισμός αναδυόταν σαν ισχυρή δύναμη, οι υποστηρικτές της διεθνούς συνεργασίας δεν ανησυχούσαν. Αντιθέτως, πίστευαν ότι ο εθνικισμός κι ο διεθνισμός ήταν αδελφές ψυχές και ότι μια ήπειρος από «ζωντανές» εθνικές δημοκρατίες καθιστούσαν αναγκαία την συνεργασία ανάμεσα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους. Ο λογοτέχνης Βίκτωρ Ουγκώ υπεδείκνυε το όραμα μιας ομοσπονδοιοποιημένης Ευρώπης σε ένα ξέφρενο κοινό ακτιβιστών το 1849 στο Παρίσι. Ο Ιταλός επαναστάτης Giuseppe Mazzini ενέπνευσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, με την ιδέα μιας κοινωνίας δημοκρατικών εθνών.
Όπως η κακότυχη Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) ήταν ένα αποτέλεσμα τέτοιων απόψεων, έτσι και άλλοι διεθνιστές αγωνιζόντουσαν σκληρά για ελεύθερο εμπόριο, ή για κομμουνισμό. Αλλά ο Β’ΠΠ οδήγησε τους αντι-φασίστες στην Ευρώπη, να επιστρέψουν στην ιδέα της ομοσπονδίας για την ήπειρο, σαν αντίδοτο τόσο προς τον αρρωστημένο και πολεμοχαρή εθνικισμό των Χίτλερ και Μουσσολίνι, όσο και προς την απελπισμένη, αν και ματαιόδοξη, ΚΤΕ. Πίστευαν ότι χωρίς ολοκλήρωση, οι Ευρωπαίοι θα συνέχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους επαόριστα. Με την ολοκλήρωση, το έθνος θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί και οι ανάγκες των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας, να εξασφαλιστούν.
Επομένως, οι καταβολές της ΕΕ αντανακλούν την επίμονη παλιά ιδέα ότι η διεθνής συνεργασία είναι η καλύτερη εξασφάλιση για την εθνική ευημερία. Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προϋπέθετε όχι μόνο την πεποίθηση ότι θα ενίσχυε την ανάπτυξη και θα κράταγε τον κομμουνισμό μακρυά, αλλά και την πεποίθηση ότι θα αναβίωνε την ίδια την δημοκρατία. Οι πρώτες δεκαετίες της κοινής αγοράς συνέπεσαν τόσο με μια άνευ προηγουμένου αύξηση παραγωγικότητας και ανάπτυξης στην Δυτική Ευρώπη, αλλά και, ταυτόχρονα, με σημαντική μείωση της ανισότητας και με αυξημένες δαπάνες προς το κοινωνικό κράτος.
Αυτό το επίτευγμα φαίνεται να ανήκει, πλέον, σε ένα σχεδόν νεολιθικό παρελθόν. Τα τελευταία 25 χρόνια πολλά από αυτά τα κεκτημένα χάθηκαν και η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία και η διεθνής συνεργασία είναι έννοιες συμπληρωματικές, είναι πλέον σε αμφισβήτηση. Οι αρχιτέκτονες αυτής της αναστροφής  δεν ήταν φιλόσοφοι όπως ο Bentham, ούτε επαναστάτες όπως ο Mazzini, αλλά «ξενέρωτοι» τεχνοκράτες όπως ο Paul Volcker κι ο Michel Camdessus του ΔΝΤ. Οι managers του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μετά τα πετρελαϊκά σοκ των 70’ς, πίστεψαν ότι η διεθνής ευημερία και σταθερότητα εξαρτιόντουσαν από την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων. Η ενθουσιώδης συμμετοχή της Ευρώπης σε αυτόν τον εκχρηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας είχε μεγάλες κι ενδεχομένως, αθέμιτες συνέπειες.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί απαιτούν από τα μέλη τους να παραδώσουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους σαν αντάλλαγμα προς τα οφέλη που θα αποκομίσουν από την συμμετοχή τους. Αλλά σε πρωτύτερους χρόνους, αυτή η επιλογή δεν περιείχε τίποτε σχετικό με τις θυσίες που απαιτούνται σήμερα. Οι νομοθέτες στην ΕΕ, και ειδικότερα στην ΟΝΕ, είναι πλέον υποχρεωμένοι να παραχωρήσουν διακριτή δύναμη σε κεντρικούς τραπεζίτες, δικαστές, γραφειοκράτες και βιομηχάνους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Συριζα για να καταλάβει πως αυτή η κατάσταση, σε δύσκολους καιρούς, επιτρέπει σε πολιτικά κόμματα να μετατραπούν σε μαγαζιά εξυπηρέτησης σκοτεινών συμφερόντων.
Αυτό που διακυβεύεται στην κρίση της ευρωζώνης, πάει πολύ πιο βαθυά από τις συνέπειες της εξόδου της Ελλάδας από αυτήν και πέρα από το μέλλον της ίδιας της ΕΕ. Η κρίση έχει θέσει σε αμφισβήτη το ό,τι ο κόσμος μπορεί να κυβερνηθεί.
Η ΕΕ ήταν κάποτε η πιο φιλόδοξη και εντυπωσιακή πραγματοποίηση αυτής της ιδεάς. Στην μετενσάρκωσή της στον 21ο αιώνα, η ΕΕ επέτρεψε ένα επικίνδυνο κενό ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, τεχνοκράτες κι εκλογικά σώματα. Η αντίθεση ανάμεσα στον σεβασμό της ΕΕ προς τις χρηματιστηριακές αγορές και την περιφρόνησή της προς τα κοινωνικά κόστη, που προκύπτουν απ΄την προσπάθεια ικανοποίησης των αγορών, καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν την διεθνής συνεργασία σαν ένα αγαθό.
«Ο τύπος της καταπίεσης που απειλεί την δημοκρατία δεν θα μοιάζει με τίποτα που έχει προϋπάρξει ήδη» σημειώνει διαισθητικά, ο Alexis de Tocquenville στο τέλος του έργου του για την δημοκρατία στην Αμερική, το 1840. Η αίσθησή του, σαν απομονωμένος ανάμεσα σε  ένα αθεράπευτο παρελθόν και ένα απρόβλεπτο μέλλον, αντηχεί σε ένα χρονικό σημείο όπου η διεθνής συνεργασία που υπάρχει στην ΕΕ, δεν στηρίζει πλέον τους εγχώριους πολιτικούς θεσμούς, αλλά περισσότερο τους στραγγαλίζει.
Ο Συριζα μπορεί να μην έχει λύσεις για το πρόβλημα της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Αλλά ποιος έχει; Αυτή η, επιστρωμένη με ιστορικότητα, ρητορική του μας υπενθυμίζει ότι όλοι ψαχουλεύουμε μια καινούργια πολιτική γλώσσα, για να καταλάβουμε ποια στοιχεία της διεθνούς κληρονομιάς μας επιθυμούμε να κρατήσουμε και ποια να διώξουμε. Φυσιολογικά, όπως ο Συριζα, ψάχνουμε πίσω στο παρελθόν για ομοιότητες, μάλλον, παραπλανημένοι. Η ασφάλεια που μας παρέχει το παρελθόν, ίσως να μην είναι ο καταλληλότερος οδηγός σε ένα μέλλον, στο οποίο χάνεται συνεχώς η πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί να είναι κυβερνήσιμος.         


Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Το ποντίκι που βρυχάται




Το κοκκοράκι της επανάστασης σηκώθηκε και όλη η αριστερά ανά την Ευρώπη ενώνεται για να τα βάλει με την τραπεζοκρατία. Φήμες λένε ότι στο νέο λάβαρο θα είναι εμφανές το κοκκόρι του Αλέξη. Ο ίδιος ο Τσάβες, βάσει πάντα εγκυρότατων πηγών, υποσχέθηκε ότι θα κάνει εμφύτευση για να μπορεί να αφομοιώσει το νέο αγωνιστικό λουκ. Η αριστερά αυτή βέβαια, αποτελείται μόνο από τον Αλέξη και τον Μελανσόν, οι οποίοι αντιστοιχούν σε ένα 17% και σε ένα 11% αντίστοιχα, στις χώρες τους, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Αλλά κι αυτοί λίγα έχουν να πουν μπροστά στο νέο, μεγάλο αντιμνημονιακό μέτωπο που χτίζεται, από τον μεγαλύτερο αντιμνημονιακό όλων, τον Αντώνη.
Το μόνο καλό της όλης υπόθεσης είναι ότι φαίνεται πως έχει αρχίσει να ξεπερνιέται η μία από τις δύο μεγαλύτερες κατάντιες της νεοελληνικής κουλτούρας, αυτή της κακομοιριάς. Μιας μιζέριας, ενός κόμπλεξ κατωτερότητας όπου ο νεοέλληνας είναι απλά ένα έρμαιο των εξελίξεων και αφήνει να αποφασίζουν άλλοι για αυτόν, ενώ ο ίδιος ακολουθεί με δουλική υποτέλεια. Τυπικό δείγμα ο Παπακωνσταντίνου με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η ιδέα του Τσίπρα για συσπείρωση της αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ούτως ώστε να χτιστεί μια ενιαία φωνή με μεγαλύτερη δύναμη, δεν είναι καθόλου κακή, αλλά κολλάει σε δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η αριστερά στην Ευρώπη γενικά δεν είναι και στα καλύτερά της, οπότε και να κατάφερνε μια συσπείρωση, τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ αμφίβολα. Ο χώρος της κεντροαριστράς έχει εκτοπίσει τα αμιγώς αριστερά (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) κόμματα, ειδικότερα στην βόρεια Ευρώπη. Το άλλο πρόβλημα είναι ο χειρισμός του ίδιου του Άλεξ, ο οποίος με το να αφομοιώνει πολιτικά συνθήματα σε ξένα χωράφια, το μόνο που θα καταφέρει είναι να απομακρύνει αυτούς που καλώς ή κακώς (κακώς δηλαδή) θα χρειαστεί στο άμεσο μέλλον.
Η αλήθεια είναι ότι τον Ολλάντ σοσιαλδημοκράτη, δύσκολα τον λες, ενώ πέρα από σχετικά περιθωριακές φωνές, όλοι μας έχουν κολλήσει την στάμπα της εξαίρεσης και δύσκολα θα μας χαριστούνε. Προφανώς και κάποια πράγματα φαίνονται δυσνόητα στο κοινό, ενώ δεν πουλάνε και πολύ για να αφομοιωθούν από δημοσιογράφους. Λίγοι καταλαβαίνουν ότι η κατασκευή του ευρώ από μόνη της δημιουργεί προβλήματα στις πιο αδύναμες οικονομίες, ή διαφορετικά λειτουργεί υπέρ των δυνατοτέρων, ή ακόμα πιο δυσνόητο είναι το γεγονός ότι σχετικά με τους ελληνικούς μισθούς, πιο σημαντική είναι η απόφαση και πράξη της γερμανικής ΓΣΕΕ, παρά της ελληνικής. Και φυσικά λίγοι καταλαβαίνουν ότι σε επίπεδο μακροοικονομίας, η εκ Γερμανίας επιβαλλόμενη τωρινή πολιτική είναι, πολύ απλά, σκουπίδι. Τα παραπάνω τα αναγνωρίζουν και τα προβάλλουν στον συριζα, αλλά οι συγκυρίες είναι πολύ διαφορετικές για να ασκήσουν την πολιτική που θα ήθελαν.
Υποθέτωντας ότι μέχρι τις επόμενες εκλογές δεν θα συμβεί καμία στραβή και θα είμαστε ακόμα στο ευρώ και ότι έστω ο Άλεξ θα είναι πρωθυπουργός, τα διαπραγματευτικά χαρτιά του θα είναι ελάχιστα. Σίγουρα στην αρχή θα υπάρξει κάποιος τσαμπουκάς τύπου, καταγγέλω το μνημόνιο κι εδώ ερχόμαστε στην δεύτερη κατάντια της νεοελληνικής κουλτούρας, που δεν είναι άλλη από τον ελληνάρα λεβεντομαλάκα. Τον τύπο που με παλλικαριά και ελληνικό τσαμπουκά θα απαιτήσει από όσους τολμήσουν να διαφωνήσουν μαζί του, να αναπαραχθούν άμεσα γιατί δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για την ταυτότητά του (ξέρ’ς ποιος είμαι’γω ρε;). Κάτι σαν να λέμε Καμμένος και απ’ό,τι φαίνεται κι ο Άλεξ έχει κάποιες τέτοιες τάσεις. Την στιγμή των διαπραγματεύσεων αυτό που θα χρειάζεται είναι κάτι ουσιωδώς ανάλογο των τωρινών συνθηκών, δηλαδή σοβαρότητα. Και για να είναι κανείς σοβαρός χρειάζεται ηρεμία και πλάνο.
Με το πλάνο στην Κουμουνδούρου δεν τα πάνε καλύτερα. Μπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο να έχουν την πιο σωστή και λογική αφήγηση αλλά για τα ενδοοικογενειακά λίγα έχουν να πουν. Προφανώς η προεκλογική ρητορική δεν επιτρέπει και πολλά σχόλια, αλλά αν υπάρχει έστω κι ένα άτομο που πραγματικά θεωρεί το ελληνικό δημόσιο ορθολογικό, έχει μάλλον πρόβλημα αντίληψης, ή είναι αρκετά πολωμένος-πορωμένος. Το κακό στην όλη ιστορία βρίσκεται στην αφομοίωση της λέξης μεταρρύθμιση από την νεοφιλελεύθερη πλευρά, μόνο, με αποτέλεσμα στο άκουσμα της λέξης, πχ από την Ξαφά, να μας πιάνει όλους σύγκρυο και να αρχίζουμε πρόωρο κλάμμα για μισθούς και συντάξεις. Αυτό που λείπει, είναι μια φωνή της λόγικής που θα προτείνει κάτι διαφορετικό από τον ταλιμπανισμό των νεοφιλελεύθερων, τύπου:
-          Γιατρέ μου, πονάει το πόδι μου
-          Κόψιμο, κόψιμο
Μια πιο ενδελεχής ματιά στην λειτουργία του δημοσίου και τομή στα καίρια σημεία μπορεί να οδηγήσει στον εξορθολογιμό του και όχι στην διαγραφή του. Χρονοβόρα διαδικασία εννοείται, αλλά κάποτε πρέπει να ξεκινήσει κι αυτή. Επίσης πολλοί στον συριζα παραδέχονται, ψιθυριστά όμως, ίσα ίσα να ακούγονται, ότι κάποια επαγγέλματα είναι αδίκως κλειστά, αλλά απ’την άλλη έχουμε κι εκλογές σε ένα μήνα. Το colpo grosso όμως είναι αλλού. Όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας, από έρευνα του World Economic Forum σχετικά με το ποιον παράγοντα θεωρούν, οι επιχειρηματίες, ως τον πιο αρνητικό για να κάνουν επενδύσεις στην ελλάδα, συντριπτικά πρώτη είναι η γραφειοκρατία (στυγνή κλοπή από cynical). Δεύτερη, η δυσκολία χρηματοδότησης (λέγε με τραπεζικό σύστημα), τρίτη η διαφθορά και πιο κάτω η υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων (ε, ας μην τα θέλουν κι όλα δικά τους). Τα εργασιακά, οι υψηλοί μισθοί και το χαμηλής εκπαίδευσης εργατικό δυναμικό αχνοφαίνονται κάπου στην μέση προς τέλος. Από τον πίνακα είναι εμφανές ότι η ρητορική που ακολούθησε το πετσόκομα των μισθών και των συντάξεων από ΓΑΠ κ ΠΑΠ(αδήμου), ήταν καθαρά αποπροσανατολιστική.



Εάν η αριστερά μπορούσε να αφομοιώσει μια ρητορική, φερόμενη κατά της γραφειοκρατίας (στη βάση όμως να παραμένει η μακροοικονομία), μόνο κερδισμένη θα μπορούσε να είναι. Και θα έπρεπε να το κάνει αυτό, όχι γιατί έτσι θα σωθεί η οικονομία της χώρας (η σωτηρία της από το ευρώ εξαρτάται κι από τις τράπεζες, για τις οποίες καλύτερα τα λέει ο techie chan), αλλά γιατί όταν θα έρθει η ώρα των διαπραγματεύσεων (και όχι των καταγγελιών), ο Αλέξης θα έχει ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί να παίξει (καλά υπάρχουν κι άλλα, αλλά εκεί μπαίνουμε σε πιο αμιγώς πολιτικά παιχνίδια), παίρνοντας κάποια μέτρα στα εντός, τα οποία και θεμιττά είναι και θα του επιτρέπουν να ζητήσει ανταλλάγματα. Ούτως ή άλλως, το κλίμα στην Ευρώπη αρχίζει να αντιστρέφεται μετά την αποτυχημένη πολιτική της Μέρκελ, οι κουβέντες για ευρωομόλογα εντείνονται, ενώ επιτέλους αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι χωρίς ανάπτυξη, αποπληρωμή δανείων… ντεν έκι. Στην ουσία το ζήτημα δεν είναι να σωθούν οι περιφερειακές οικονομίες αλλά η ΟΝΕ, την οποία οι συντηρητικοί της Γερμανίας βάζουν τα ταλευταία 2 χρόνια σε κίνδυνο. Εμείς αυτό που έχουμε να κάνουμε, είναι τα ελάχιστα δυνατά ώστε να φύγουν τα μάτια όλων από πάνω μας και να στραφούν στην ουσία του προβλήματος.
Γυρνώντας πάλι στα εγχώρια, στην αριστερά-κεντροαριστερά παρουσιάζεται η μοναδική ευκαιρία να ανακαταλάβει τον χώρο του κέντρου αφού το ΠΑΣΟΚ ψόφησε (βέβαια τακτικές τύπου Ολλαντρέου, ίσως και να το ξαναναστήσουν) και ο μεγάλος αντιμνημονιακός, ο Αντώνης ασχολείται μόνο με τα δεξιά του. Φυσικά σε κάτι τέτοιο θα αντιδρούσαν πρώτοι οι ίδιοι οι αριστεροί, οι οποίοι όμως φαίνεται να ξεχνούν την εξελικτική διαδικασία ως όρο, όπως και ότι ανάλογα εξελικτικά άλματα οδήγησαν τελικά σε αποτυχία (ναι για την ΕΣΣΔ μιλάω). Επίσης με 17%, άντε πες 25% δεν μπορούν να πουν ότι εκφράζουν, ακριβώς, την λαϊκή θέληση. Οι πιο σώφρωνες στον συριζα το καταλαβαίνουν και γι’άυτό είναι έτοιμοι να δεχτούν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την οποιαδήποτε παραχώρηση/υποχώρηση εκ μέρους τρόϊκας που θα οδηγήσει σταδιακά σε εκδημοκρατισμό της ένωσης, γιατί κι εκεί το σκεπτικό είναι το ίδιο.    

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Default now or default later?



Μετάφραση άρθρου του W. Münchau στους financial times.


Τι θα καθιστούσε μια οικονομικά, ορθολογική επιλογή για την Ελλάδα, δεδομένων των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών; Βλέπω τέσσερις επιλογές, όλες γεμάτες με αβεβαιότητα.
Η πρώτη θα ήταν η συνέχιση του σημερινού status: περισσότερη λιτότητα και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως έχουν υποδειχθεί από ΕΕ-ΔΝΤ. Το ένα ρίσκο είναι να παραμείνει η Ελλάδα σε μια ατέρμονη ύφεση και παγίδα χρέους, όπου το παραγόμενο προϊόν πέφτει γρηγορότερα κι από τον ρυθμό ανάπτυξης. Το άλλο ρίσκο είναι ότι ακόμα κι αν, στα χαρτιά, δουλέυει οικονομικά, αποτυγχάνει σχεδόν σίγουρα πολιτικά.
Πραγματικά, αυτό ίσως συμβαίνει ήδη. Ο Σύριζα, ένα αριστερό και αντι-μνημονιακό κόμμα, είναι το πρώτο κόμμα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Αν αυτό το αποτέλεσμα επαναληφθεί σε μελλοντικές εκλογές, θα κερδίσει επίσης το πολυπόθητο βραβείο των 50 βουλευτικών εδρών, το ένα έκτο δηλαδή ολόκληρου του κοινοβουλίου. Έτσι το σενάριο θα τελείωνε με θρίαμβο των εξτρεμιστικών κομμάτων.
Αφού αυτή η επιλογή δεν θα δούλευε ούτε οικονομικά, αλλά ούτε και πολιτικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ορθολογική επιλογή.
Η δεύτερη επιλογή θα ήταν να επιδιωχθεί το ίδιο πλάνο εως ότου η Ελλάδα αποκτήσει πρωτογενές πλεόνασμα – δημοσιονομικό έλλειμμα πριν πληρωθούν τόκοι – και τότε να κάνει παύση πληρωμών, ή τουλάχιστον να επαναδιαπραγματευτεί το πρόγραμμα με ΕΕ και ΔΝΤ. Αυτή είναι πιο ρεαλιστική επιλογή από την πρώτη. Μια παραλλαγή αυτής της επιλογής ήταν υπο συζήτηση στις διαπραγματεύσεις της προηγούμενης εβδομάδας. Αλλά υπάρχει το ρίσκο ότι η λιτότητα που απαιτείται για να φτάσει η οικονομία σε αυτό το σημείο, να είναι τόσο δριμεία, ή να διαρκέσει τόσο, ώστε το πολιτικό ρίσκο να αρχίσει να γίνεται μεγαλύτερο.
Η Τρίτη επιλογή είναι αυτή που υποστηρίζεται από τον Αλέξη Τσίπρα, τον αρχηγό του Σύριζα. Θέλει να ακυρώσει το πρόγραμμα κατευθείαν, να αντιστρέψει κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις και ίσως να κάνει παύση πληρωμών για το υπόλοιπο χρέος προς ξένους ιδιώτες. Υποστηρίζει ότι αυτό δεν θα οδηγούσε σε έξοδο από την ευρωζώνη. Λέει ότι η ΕΕ μπλοφάρει. Δεν ξέρω αν είναι σωστός για το τελευταίο, απ’την άλλη όμως δεν ξέρω κι αν είναι λάθος.
Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα προέβαινε σε ακύρωση του προγράμματος μονομερώς; Για αρχή η ΕΕ θα σταματούσε τα δάνεια προς την Ελλάδα. Η Ελλάδα τότε θα έκανε παύση πληρωμών σε όλο το εξωτερικό της χρέος. Δεδομένου όμως του πρωτογεννούς ελλείμματος, η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλλει ένα ακόμα πιο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας. Υποθέτωντας ότι θα εξακολουθούσε να θέλει να παραμείνει στο ευρω, θα μπορούσαν οι άλλοι να την αναγκάσουν να φύγει;
Οι Ευρωπαïκές Συνθήκες δεν έχουν καμία πρόβλεψη για αποχώρηση μελών από το νόμισμα και απολύτως καμία για αποβολή χώρας-μέλους. Επίσης, η συνθήκη λέει ότι το νόμισμα της ΕΕ είναι το ευρώ. Τεχνικά, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αποφασίσει να μην δέχεται τα Ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις. Θα μπορούσε να αρνηθεί να παρέχει ρευστότητα. Η Ελλάδα τότε δεν θα έχει άλλη επιλογή, παρά να αποχωρήσει «οικειοθελώς». Αλλά αυτό θα ήταν μια πολύ εχθρική πράξη.
Ο Γόλφγκανγκ Σόϊμπλε, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, είναι σίγουρος ότι η ευρωζώνη θα αντέξει μιας εξόδου της Ελλάδας. Αυτό μου θυμίζει το σκεπτικό του πέρσι όπου έλεγε ότι η ευρωζώνη μπορεί να ανταπεξέλθει με την εθελοντική συμμετοχή των ομολογιούχων. Αυτό τελικά μπορεί να καταλήξει σαν άλλη μια μακρά σειρά λανθασμένων εκτιμήσεων.Υπολογίζω ότι οι επενδυτές θα ποντάρουν πιο επιθετικά σε κατάρρευση αν η Ελλάδα αναγκαστεί να αποχωρήσει.
Υπάρχει, επίσης, και κάποιο ρίσκο χρηματοπιστωτικής μετάδοσης. Όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή η Fitch, μια Ελληνική έξοδος θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στις βαθμολογήσεις ολόκληρης της ευρωζώνης. Ο κος Τσίπρας έχει ένα δίκιο όταν λέει ότι η ΕΕ δεν έχει κανένα κέρδος με το να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρώ. Το πρόβλημα είναι ότι η ευρωζώνη μπορεί και να το κάνει, επειδή οι αρχηγίες της έχουν υποτιμήσει την κατάσταση.
Η τέταρτη επιλογή θα ήταν μια άμεση εθελοντική αποχώρηση. Η Ελλάδα έχει πολύ μικρό εξαγωγικό τομέα και, όπως είπε ο William Buiter της Citibank, το αρχικό κέρδος στην ανταγωνιστικότητα θα χαθεί μέσω των εγχώριων πολιτικών.
Από τις τέσσερις επιλογές, η χειρότερη είναι η πρώτη. Με το να ακολουθηθεί το πρόγραμμα των ΕΕ-ΔΝΤ, η Ελλάδα θα καταλήξει σε 10 χρόνια ύφεσης, μια αναπόφευκτη έξοδο από το ευρώ και πιθανώς σε κατάρρευση της δημοκρατίας. Η καλύτερη επιλογή, για μένα, θα ήταν μια στρατηγική που να στοχεύει σε πρωτογεννες πλεόνασμα το 2013 και τότε να κάνει παύση πληρωμών σε όλο το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό. Δεν θα ήταν και πολύ δημοφιλές εκτός συνόρων αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν δύσκολο να εκδιωχθεί η Ελλάδα από το ευρώ.
Θεωρώ την προσέγγιση του κου Τσίπρα πολύ επίφοβη. Αλλά καταλαβαίνω γιατί οι Έλληνες πολίτες θα τον ψήφιζαν. Η θέση του είναι πολύ πιο ορθολογική από το πρόγραμμα λιτότητας του κεντρώου χώρου, το οποίο δεν μπορεί να προσφέρει καμία προοπτική οικονομικής ανάκαμψης. Η κατάσταση είναι ακριβώς ίδια με της Γερμανίας στις αρχές του 1930. Αυτό μας αφήνει με την επιλογή παύσης πληρωμών τώρα ή αργότερα. Θα προτιμούσα αργότερα επειδή θα απαιτούσε πιο ομαλή δημοσιονομική προσαρμογή, θα έφερνε κάποιες ελάχιστες και λογικές μεταρρυθμίσεις και θα αύξανε την πιθανότητα η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ.
Δυστυχώς η πολιτική σκέψη πηγαίνει αντίθετα σε αυτό το σκεπτικό.


Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Στοίχημα;

 
(M. Duschamp)

   Στοίχημα ότι αν έκρυβαν στελέχη τύπου Στρατούλη (θα έλεγα και Λαφαζάνη αλλά τελικά χειρίστηκε αρκετά σωστά την διαφορετικότητα των απόψεών του) και τους έκρυβαν σε μια υπόγα στην Κουμουνδούρου και αντ'αυτού προέβαλλαν σαν βασική πολιτική την γραμμή Δραγασάκη και Τσακαλώτου, θα έπαιρναν 40-45%;


  Ένας πολιτικός ο οποίος έχει πλήρης συνείδηση συνθηκών και καταστάσεων


 


και ένας που δεν έχει ιδέα




Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Μια εναλλακτική ματιά στην ελαστικοποίηση της εργασίας




   Το κυριότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στον εξαφανισμένο εξαγωγικό τομέα, ο οποίος την κρατάει μακρυά από την αυτάρκεια. Η κύρια κριτική στρέφεται κυρίως κατά οικονομικών πολιτικών, συντεχνιών, ελλήνων παραγωγών, όσο και εναντίον του ευρώ. Μπορεί και να ισχύουν όλα αυτά μαζί αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι άλλο από τον διεθνή ανταγωνισμό.
   Οι τιμές στα εξαγώγιμα προϊόντα είναι περίπου δεδομένες λόγω των πολλών ανταγωνιζόμενων υποκατάστατων, οπότε και τα περιθώρια κέρδους για τους παραγωγούς είναι πάρα πολύ μικρά. Πχ χρειάζεται μεγάλες δόσεις μαζοχισμού για κάποιον κάτοικο των κυκλάδων να ασχοληθεί με την αλιεία, ενώ μπορεί να ανοίξει ένα μπαρ το οποίο στις τουριστικές περιόδους θα του αποδίδει πολλαπλάσιο εισόδημα από αυτό της αλιείας.
   Ένας τρόπος για να δει κανείς την επιχειρούμενη ελαστικοποίηση της εργασίας και τις μεταρρυθμίσεις που την συνοδεύουν, είναι σαν δημιουργία κινήτρων για τους παραγωγούς έτσι ώστε να επιστρέψουν στον τομέα των εξαγωγών, αφού με την μείωση του εργατικού κόστους τα κέρδη θα είναι πλέον πιο ικανοποιητικά. Από την πλευρά του εργαζόμενου όμως δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για να εργαστεί στον εν λόγω τομέα αφού η αμοιβή στα μη εξαγώγιμα θα είναι υψηλότερη, άρα και τα όποια μέτρα, σχετικά με την εργασία, θα εφαρμοστούν στο σύνολο των παραγωγικών κλάδων.
   Το παραπάνω σκεπτικό έτσι όπως παρουσιάζεται, ιδιαίτερα από το εξωκοινοβουλευτικό μεταρρυθμιστικό μπλόκ, πάσχει στο ότι υποθέτει πως η σχέση ανταγωνιστικότητας (δηλαδή τιμής κι εμμέσως κερδών) και εργατικού κόστους είναι γραμμική και 1 προς 1, πράγμα το οποίο είναι τραγικά λάθος αφού υπάρχουν δύο πολύ πιο σημαντικοί παράγοντες, η παραγωγικότητα και οι οικονομίες κλίμακας (χοντρικά, όσο πιο πολύ μεγαλώνει η παραγωγή, τόσο πιο πολύ μειώνεται το κόστος). Οι ελληνικές επιχειρήσεις από παραγωγικότητα δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι ιδιαίτερο, οι καινοτομίες είναι απειροελάχιστες, ενώ είναι αστείο να συγκρίνονται τα μεγέθη παραγωγής με οικονομίες κλίμακας.
   Το θετικό του όλου εγχειρήματος είναι μια σχετική αναβάθμιση του παραγωγικού τομέα και φυσικά ότι θα μικρύνει η απόσταση από την αυτάρκεια, αλλά ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να φανεί μόνο σε βάθος πενταετίας, τουλάχιστον.  Από την άλλη το πιο άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η ολική κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης, αφού οι μισθοί θα ισοπεδωθούν, οπότε και θα καταρρεύσει η ήδη παραπαίουσα οικονομία στο σύνολό της. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί ένα τέτοιο ισχυρό σοκ είναι, την μείωση της ζήτησης να την αντικαταστήσει το κράτος, η εφαρμοζόμενη λιτότητα όμως οδηγεί μόνο προς την καταστροφή. Αν είναι δύσκολο για μια οικονομία να αντεπεξέλθει ενός σοκ, είναι παντελώς αδύνατο να συνέλθει από δύο ταυτόχρονα.
   Η μόνη ουσιαστική λύση, δεδομένου του πολιτικού σκηνικού, μπορεί να είναι μόνο ευρωπαϊκή, είτε με την έκδοση ευρωομολόγων, οπότε να μπορεί το κράτος να δανείζεται χωρίς πιέσεις και να ξεπεραστεί το πρόβλημα της λιτότητας, είτε με την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αναπτυξιακού ταμείου, το οποίο θα χορηγεί απευθείας δάνεια ή επιδοτήσεις προς εταιρείες, χωρίς την παρέμβαση του κράτους. Το πρώτο σενάριο κολλάει στην πολιτική πλευρά του θέματος, ενώ το δεύτερο την παρακάμπτει και ταυτόχρονα δημιουργεί και τάσεις για πιο κεντρικά σχεδιασμένες ευρωπαϊκές πολιτικές.


Κυριακή 8 Απριλίου 2012

"Ξέρω ποιος είμαι κι από που έρχομαι", "Ε, τότε γύρνα εκεί και σκάσε" La Haine (1:08) Μέρος πρώτο



Όσο κοινότοπες κι εμετικές κι αν είναι εκφράσεις τύπου διαβάζοντας το παρελθόν βλέπεις το μέλλον ή ο δρόμος της ολοκλήρωσης περνάει από την αυτογνωσία και άλλες τέτοιες μπούρδες, για να κατανοήσει κανείς τις δυναμικές της σημερινής ελληνικής κρίσης, η βουτιά στο παρελθόν είναι αναπόφευκτη. Και η αλήθεια είναι πως κατανοώντας διαχρονικές νοοτροπίες και ιδιοσυγκρασίες, ξαφνικά ένα τεράστιο μέρος της επιχειρηματολογίας υπερ ή κατά μνημονίου που ακούγεται σήμερα, φαίνεται τουλάχιστον ανεδαφικό.
Το πιο εύκολο που θα μπορούσε να κάνει κανείς σαν ιστορική αναδρομή (και αυτό που κάνουν οι περισσότεροι), για να βρει αίτια και αιτιατά, είναι να ρίξει μια ματιά στο τι συνέβη από την μεταπολίτευση και μετά. Ενώ οι συνέπειες σήμερα είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις πράξεις και τις απραξείες αυτού του διαστήματος, δεν θα καταφέρει να κάνει κάτι παραπάνω από μια κριτική της γενιάς του πολυτεχνείου, οπότε και δεν θα καταφέρει να βρει πιο μακροχρόνιες και διαχρονικές συμπεριφορές. Θα μπορούσε επίσης να ξεκινήσει την αναδρομή από το τέλος του Β’ παγκοσμίου αλλά και πάλι αυτό που θα έκανε, θα ήταν μια σύγκριση της γενιάς του ’40 με της επόμενης.
Μιας και η ιστορία της ελλάδας είναι μικρότερη ακόμα κι από αυτής των ΗΠΑ, καλύτερα θα ήταν να ξεκινήσει η αναδρομή από την αρχή όσο πιο σύντομα γίνεται, εστιάζοντας μόνο στα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ας βάλουμε την αρχή λίγο πριν το ’21 όχι για λόγους εθνικής συνείδησης, ούτε γλωσσικούς, ούτε θρησκευτικούς, αλλά γιατί πολύ απλά μέχρι εκεί φτάνει η συλλογική μας μνήμη.
Στον ελλαδικό χώρο, περί τα τέλη του 18ου αιώνα, οι παραγωγικές δυνάμεις στην χριστιανική επαρχία ήταν τρεις. Γεωργοί, ημινομάδες κτηνοτρόφοι και μια υποτυπώδης μορφή ορεινής βιοτεχνίας και νησιωτικής ναυτιλίας. Τα πιο σημαντικά κομμάτια ήταν τα 2 πρώτα, αν και το πιο επιτυχημένο ήταν το τελευταίο. Στην περίπτωση των γεωργών οι καλλιέργειες, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στην δυτική ευρώπη, ανήκαν σε αυτούς. Τα μεγέθη βέβαια ήταν πολύ μικρά, οπότε μιλάμε για μικρές ποσότητες παραγωγής. Από αυτήν, όσο μέρος δεν πήγαινε για αυτοκατανάλωση, δινόταν σαν φόρος στους πασάδες, βοέδες και λοιπό ρουφιαναίικο, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέφεραν την παραγωγή στα οθωμανικά αστικά κέντρα. Εκεί πουλούσαν τα εμπορεύματα σε αξιωματικούς του στρατού, οι οποίοι τα μεταπουλούσαν στο κράτος ή σε μεγαλοιδιώτες, με διαπροσωπικές συμφωνίες. Στην ουσία εμπόριο με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχε.
Η ανάπτυξη και η τεχνολογική εξέλιξη της εποχής εκείνης αντιστοιχούσε με εκείνες της φεουδαρχίας, αλλά 300 χρόνια πιο πριν. Η βασική διαφορά φυσικά ήταν ότι η καλλιέργεια γινόταν μέσα στα κτήματα των γαιοκτημόνων από τους δουλοπάροικους, οι οποίοι αρχικά κατείχαν ένα κομμάτι των αγρών. Επειδή όπως ήταν φυσικό φρόντιζαν περισσότερο το δικό τους μέρος από αυτό του γαιοκτήμονα, τελικά άλλαξε το καθεστώς, σταμάτησαν να έχουν δική τους γη και απ’ό,τι παρήγαγαν, κρατούσαν ένα μικρό μόνο ποσοστό. Η πίεση των γαιοκτημόνων μαζί με την ανάγκη να παράξουν όσο περισσότερο γινόταν για αυτοσυντήρηση, τους οδήγησε σε νέα και πιο αποτελεσμετικά τεχνολογικά μέσα. Η δημιουργία των μέσων αυτών οδήγησε σε μια νέα κάστα, αυτή των τεχνιτών, οι οποίοι με την σειρά τους, λόγω ειδικότητας, απέκτησαν την ελευθερία τους και μετακινήθηκαν σε πόλεις, οι οποίες ταυτίστηκαν με την τεχνολογική εξέλιξη.
Στην οθωμανική αυτοκρατορία όλη αυτή η εξέλιξη δεν πάτησε πόδι. Οι σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων ήταν πολύ πιο χαλαρές (σχεδόν δημοκρατικές), συν ότι η δουλεία με την δυτικοευρωπαϊκή έννοια ποτέ δεν ίσχυσε. Το αστικό κέντρο της οθωμανίας δεν παρήγαγε τίποτα πέρα από είδη πολυτελείας, ενώ η απληστία για πλουτισμό ολοκληρωνόταν μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας στα χαμηλά στρατιωτικά κλιμάκια και με ξερό επεκτατικό τσαμπουκά στα ανώτερα. Κατά αυτόν τον τρόπο η διαδικασία παραγωγής μικρή σημασία είχε, οπότε κάπως έτσι εξηγείται και το τεχνολογικό χάσμα δυτικής ευρώπης και βαλκανίων.
Από την πλευρά των κτηνοτρόφων τα πράγματα ήταν ακόμα πιο χαλαρά αφού ο ημινομαδισμός τους, τους επέτρεπε να αποφεύγουν ελέγχους και φόρους, δημιουργώντας πιο αυτόνομες κοινότητες. Συνοπτικά η καπιταλιστική εξέλιξη δεν πέρασε από τα βαλκάνια, αφού κατά βάση στηρίχτηκε στο σύστημα της φεουδαρχίας, το οποίο στην εν λόγω περιοχή απλά δεν υπήρχε. Ούτως ή άλλως δεν είναι τυχαίο ότι ο καπιταλισμός πέτυχε εκεί που υπήρξε φεουδαρχία, δηλαδή στην ευρώπη και την ιαπωνία (ναι εντάξει, και στις ΗΠΑ αλλά κι αυτές παιδί της ευρώπης δεν είναι;).
Για να μην το κουράσουμε, το πολιτικό κομμάτι ας το αφήσουμε απ’έξω. Κατά την αρχή της επανάστασης προσπαθεί ο Καπποδίστριας να εφαρμόσει ένα πιο ευρωπαϊκό μοντέλο, το οποίο ήταν εντελώς ανεδαφικό βάσει των δεδομένων, με τους περισσότερους να δυσαρεστούνται αφού πάλι φόρους θα έπρεπε να πληρώνουν, δεν έχει σημασία σε ποιον, με αποτέλεσμα να του φυτέψουν μια σφαίρα κάποιοι μεγαλοπαράγοντες ΑΚΑ αλαφούζοι της εποχής.
Από εκείνο το σημείο και για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, λίγα πράγματα αλλάζουν. Η πολιτική αστάθεια, τα μεγάλα χρέη και τα λιγοστά κεφάλαια δεν επιτρέπουν για μεγάλη ανάπτυξη, οικονομική αλλά και κυρίως τεχνολογική. Έτσι το μόνο καταφύγιο για τους πολίτες είναι η μικροπαραγωγή σε επίπεδο οικογενειακών επιχειρήσεων, μαζί με ένα μικρό είδος φορολογικής ανομίας, θεμιτής στα πλαίσια του ότι το κράτος λίγα είχε να προσφέρει σε αντάλλαγμα των φόρων, με αποτέλεσμα την οικογένεια να αντικαθιστά την ανύπαρκτη κοινωνική πολιτική . Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως, το οποίο χαρακτηρίζει σε έναν βαθμό την νεοελληνική κουλτούρα, είναι ότι οι οικογένειες αυτές μεγάλωναν ανθρώπους αλλά όχι πολίτες με ότι κι αν αυτό συνεπάγεται. Κι ο σκοπός εδώ δεν είναι να κριτικάρουμε την οικογενειοκρατία, αλλά να δούμε πως λειτούργησαν τα πράγματα εως σήμερα, μέσω αυτής. 
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσω της ναυτιλίας κάποιες τεχνολογικές εξελίξεις στην ευρώπη αρχίζουν και γίνονται γνωστές και μεταφέρονται και στην ελλάδα. Έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται μεγάλες, για τα ελληνικά δεδομένα, εταιρείες, άλλες κερδοφόρες άλλες όχι, αλλά όλες επιβιώνουν μέσω ενός κρατικού προστατευτισμού, είτε με δασμούς, είτε με επιδοτήσεις. Ταυτόχρονα το κράτος παρουσιάζεται ως εργοδότης, βοηθάει με προσλήψεις και φοροαπαλλαγές όπου χρειάζεται, με εντελώς αθέμιττα μέσα για τα σημερινά δεδομένα (όχι ότι έχει και κάποια σημασία), δημιουργώντας τις γνωστές πελατειακές σχέσεις, οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, ήταν ή έστω κατέληξαν παιχνίδι των αλαφουζαίων (πάντα της εποχής).
Τα ταραγμένα πολιτικά σκηνικά του πρώτου μισού του 20ου δεν αφήνουν και πολύ χώρο για πάρλα, σε οικονομικό επίπεδο, εκτός από την περίοδο που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή όπου οι μετανάστες προσφέρουν φτηνά εργατικά χέρια και μεταποιητική τεχνολογία, άγνωστη μέχρι τότε στην από δω πλευρά του αιγαίου. Σε συνδυασμό με την εισροή κεφαλαίων, ελλήνων μεταναστών από ευρώπη, αμερική και αυστραλία, δίνεται το πρώτο πάτημα για δημιουργία μιας υποτυπώδους βιομηχανίας.
 Μετά τον Β’ΠΠ και τον εμφύλιο, τα πράγματα παραμένουν μεν περίπου τα ίδια, αλλά τα μεγέθη, λόγω παγκόσμιας ανάπτυξης, μεγαλώνουν σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στα 60’ς είναι σχεδόν διψήφιος, βάζοντας την ελλάδα στο top 5 των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι πελατειακές σχέσεις έχουν αποκτήσει πιο οικεία, σε μας, μορφή, όπου σε ένα σύνολο ομόκεντρων κύκλων, με το κράτος να είναι το κέντρο, τα χρήματα μοιράζονταν από μέσα προς τα έξω, με τους πιο εξωτερικούς κύκλους να παίρνουν le pοul. Οι μεγάλες επιχειρήσεις εξακολουθούν να προστατεύονται, όπως γινόταν και παντού άλλωστε, με τις προβληματικές προς υγιείς να είναι σε αναλογία 5:1 και με κυριώτερες οφελειμένες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Η βάση όμως εξακολουθεί και είναι η οικογενειακή ή μικρομεσαία επιχείρηση. Γενικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει παντού ανάπτυξη οπότε κι η ελλάδα ως μέλος της παγκόσμιας κοινότητας, έχει κι αυτή αντίστοιχα (αν και κάποια ζωάκια εξακολουθούν να δίνουν credits στην χούντα).
Συνοπτικά, εως τώρα ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται κάποια χαρακτηριστικά τα οποία είναι ακόμα έντονα, σήμερα. Το επίπεδο και ο τρόπος παραγωγής και η αντίληψη του κράτους ως δεκανίκι στην απόδοση εισοδήματος αλλά όχι σε επίπεδο δημοσίων αγαθών, ατομικιστικές τάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και μια απόσταση από την εξέλικτική διαδικασία του καπιταλισμού που οδήγησε σε τοπικά μορφώματα, συγγενή περισσότερο με οθωμανικά, παρά με δυτικοευρωπαϊκά, πόσο μάλλον με αγγλοσαξονικά. Και μετά ήρθε η μεταπολίτευση...

(η συνέχεια στο επόμενο...)    


Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός για λεπτά αισθήματα



Μετά την κρίση του ’08 η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ανα την υφήλιο άρχισε να κλονίζεται. Μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας αντιλαμβάνεται την περίοδο που ζούμε τώρα σαν μια αναχώρηση από το νεοφιλελεύθερο status, χωρίς όμως σαφή προορισμό. Η περίοδος κρίνεται  σαν μεταβατική και η πολιτική οικονομία προσπαθεί να μαντέψει το επόμενο βήμα, φοβούμενη έναν αυταρχικό καπιταλισμό από την μία κι ένα κενό θεωρητικής σκέψης από την άλλη (θέμα που θα μας απασχολήσει συντόμως). Η οικονομική θεωρία, προσπαθεί επίσης να εκσυγχρονιστεί στα νέα δεδομένα, μετά την γύμνια, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, των οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούνταν μέχρι στιγμής, μια προσπάθεια η οποία γίνεται ακόμα και από τις πιο νεοφιλελεύθερες οικονομικές σχολές.
Στην Ευρώπη πάλι, τα greek statistics ξαφνικά μετονομάζονται σε spanish statistics, τα τοξικά χρέη μεταφέρονται σιγά σιγά από τις ιδιωτικές στις κεντρικές τράπεζες, με επίφοβα αποτελέσματα, οι οικονομίες των γουρουνακίων αρχίζουν να έχουν ανταγωνισμό στον κατήφορο από αυτές των φράγκων, ενώ η ΕΚΤ μοιράζει απίστευτες ποσότητες χρήματος, ανατροφοδοτώντας μια φούσκα που μεγαλώνει όλο και περισσότερο, όλο και πιο επικίνδυνα. Μπορεί στο πολιτικό πεδίο η νεοφιλελεύθερη αντίληψη να αντιστέκεται ακόμα, μέχρι τις επόμενες εκλογές σε Παρίσι, Βερολίνο, αλλά στο θεωρητικό τουλάχιστον έχει αρχίσει να σωπαίνει παντού, τουλάχιστον με την μορφή που είχε μέχρι στιγμής.  
Παντού; Κι όμως σε ένα μικρό μεσογειακό χωριό της νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι νεοφιλελεύθεροι ακόμα αντιστέκονται. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι πλέον έχουν πάψει να εκφράζουν την πρόοδο (χρονολογικά μιλώντας) κι έχουν περάσει στις δυνάμεις της συντήρησης, όπως επίσης αρνούνται να αφήσουν την εξέλιξη να κάνει την δουλειά της, να τους προσπεράσει.

Με αφορμή ένα διάλογο που έχει στηθεί μεταξύ Βαρουφάκη και Μάνου, με τον δεύτερο να αστοχεί να απαντήσει στην ουσία των επιχειρημάτων του πρώτου (αν και αμερόληπτος δεν είμαι), όπως και να αποφεύγει να αναφερθεί σε σημαντικά σημεία όπως τα 28 δις. που εγγυήθηκε αρχικά ο Αλογοσκούφης και μετά ο Παπακωνσταντίνου στις τράπεζες (κάτι παραπάνω από το 10% του ΑΕΠ) ακριβώς πριν μπούμε στο μνημόνιο (που κάτι ανάλογο έγινε σε Πορτογαλία και Ιρλανδία), ας δούμε λίγο καλύτερα την νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία. Δεν θα ασχοληθούμε με τον εν λόγω διάλογο, αλλά με ένα κείμενο του Τσουτσέκιους Μίχας (ο τρόπος που χώθηκε στην κουβέντα των άλλων δύο, νομίζω δικαιολογεί 100% το όνομά του), απάντηση θεωρητικά στον Βαρουφάκη.
Το ενδιαφέρον της απάντησής του αυτής είναι ότι αποτελεί τυπικό παράδειγμα ημιμαθούς νεοφιλελεύθερης παπαρολογίας. Εκτός του ότι δεν προσφέρει απολύτως τίποτε παραπάνω στην επιχειρηματολογία του Μάνου, εκτός του ότι έχει και κάποια σοβαρά στερεοτυπικά λάθη, το κείμενο είναι γεμάτο με έναν αντικρατιστικό συναισθηματισμό που απηχεί στα αυτιά μιας μεσοαστής θείτσας (ας την πούμε Όλγα), σαν ολοκλήρωση του είναι της.
Πέρα από συναισθηματισμούς, η όλη νεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία, όπως αντικατοπτρίζεται από το κείμενο του Μίχα, έχει κάποιες παραδοχές που μόνο σωστές δεν είναι. Η πρώτη, αν και δεν αναφέρεται στο κείμενο, υπονοείται καθόλη την διάρκεια και είναι πολιτική. Για κάποιο αδιανόητο λόγο, έχει ταυτιστεί η παροχολογία και η κρατική διαφθορά με τον σοσιαλισμό ή την σοσιαλδημοκρατία γενικότερα, με αποτέλεσμα οι εν λόγω πολιτικοοικονομικές θεωρίες να φαίνονται υπαίτιες της τωρινής κρίσης. Πέρα από κομματικές ευθύνες, υπάρχει ένα κενό λογικής στο να καταδικάζει κανείς πχ την σοσιαλδημοκρατία στο πρόσωπο του Σημίτη και του Παπανδρέου ή τον σοσιαλισμό στο πρόσωπο της Αλέκας. Κενό λογικής και ημιμάθεια. Όπως αντίστοιχα είναι κενό λογικής να είναι κανείς υπέρ των μνημονιακών μέτρων, προτάσσοντας νεοφιλελεύθερα πιστεύω, όταν ο Χάγιεκ μπορεί και να πάθαινε καρδιακό με τέτοια βαριά και άνιση φορολογία.
Φυσικά όλα αυτά είναι μέρος ενός, πολιτικού, τύπου επιχειρηματολογίας, ή πιο απλά ενός λαϊκισμού με προφανή κίνητρα. Τα τεχνικά λάθη όμως είναι πολύ πιο σοβαρά και οδηγούν σε μεγαλύτερη παραπληροφόρηση. Το πιο μεγάλο λάθος είναι η αντίληψη του καλύτερου μηχανισμού πληροφόρησης που έχει εφεύρει η ανθρωπότητα (sic) ως τον μηχανισμό των τιμών. Η λογική αυτή πατάει στον νόμο της προσφοράς και ζήτησης, διατυπωμένο αρχικά από τον φιλόσοφο Σμιθ και μαθηματικοποιημένο από τον Marshall. Το μοντέλο αυτό ανήκει στον προπερασμένο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στον προηγούμενο. Οι τιμές αναπροσαρμόζονται άμεσα και ανάλογα με την ζήτηση και ισορροπούν στο σημείο που είναι κοινά αποδεκτό από παραγωγούς και καταναλωτές. Η κατάληξη του επιχειρήματος αυτού είναι πως όταν εμπλέκεται το κράτος, οι τιμές επηρεάζονται ή ακόμα χειρότερα το κράτος τις οδηγεί μακρυά από αυτό το σημείο ισορροπίας.
Απ’ό,τι φαίνεται στην νεοφιλελεύθερη παράταξη δεν έχουν ακούσει για την ακαμψία τιμών, όπως και πρωτοειπώθηκε από τον Κέϋνς (για να μην αναφερθούμε στην ιδέα της μαρξιανής υπεραξίας). Το υπόδειγμα με εύκαμπτες τιμές χρησιμοποιείται πλέον σε εγχειρίδια Γ’ Λυκείου, άντε και στο πτυχίο, καθαρά για παιδαγωγικούς λόγους. Οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι η πραγματικότητα απέχει έτη φωτός, ενώ η ύπαρξη ή μη, του κράτους σε όλο αυτό το τιμολογιακό νταραβέρι είναι εώς και εντελώς ασήμαντη. Ο λόγος που προκύπτει αυτή η ακαμψία είναι αρκετά περίπλοκος και δεν έχει να κάνει ούτε με συντεχνίες, ούτε με κρατική διαφθορά. Απλά οι τελευταίες εντείνουν τα παραπάνω. Ενδεικτικό είναι το ότι δύσκολα θα βρει κανείς κεντρική τράπεζα αυτήν την στιγμή στον πλανήτη, που να χρησιμοποιεί μοντέλα (συγκεκριμένα τα DSGE, τα οποία λανσάρονται για άλλη μια χρονιά από τους οίκους μόδας) χωρίς άκαμπτες τιμές. Στο consensus μεταξύ νεοκλασσικών και νεοκεϋνσιανών, στο συγκεκριμένο θέμα έχουν επικρατήσει οι δεύτεροι, οπότε και η αντίληψη του μηχανισμού των τιμών ως τον καλύτερο ρουφιάνο, μπορεί και να έχει απήχηση σε όποιον ήταν διαβαστερός στο μάθημα πολιτικής οικονομίας στο λύκειο. Μπορεί, ακόμα, να ακούγεται όμορφο στα αυτιά πολλών, αλλά παραμένει άλλη μια ξενέρωτα μετεφηβική ιστοριούλα.
Ένα άλλο πρόβλημα των νεοφιλελεύθερων, a la Μίχας, είναι το ότι δεν προτείνουν καμία ουσιαστική λύση, πέρα από το ξεσκαρτάρισμα του δημοσίου. Αυτό από την άλλη δεν είναι και αποκλειστικότητα της νεοφιλελεύθερης πλευράς, αφού όλοι κατά της διαφθοράς καταφέρονται. Το θέμα κολλάει στο αν θα είναι εξυγίανση ή ξεπούλημα, αλλά στα αυτιά των νεοφιλελεύθερων το πρώτο δεν στέκει και είναι καθαρά μια μέθοδος διατήρησης του διεφθαρμένου καθεστώτος.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά, τα βαρετά, τα ιδεολογικά, ας δούμε εν συντομία τι μας λένε οι νεοφιλελεύθεροι. Έστω ότι όλη αυτή η ανάλυση για τις τιμές, παραπάνω, δεν ισχύει. Με την κατάργηση, ουσιαστικά, του κράτους και με το άνοιγμα όλων των επαγγελμάτων από νομοθεσίες και συντεχνίες, θα αυξηθεί η παραγωγή και προπάντων θα πέσουν οι τιμές. Έστω και ότι αυτό συμβαίνει και διαλύεται η διαφθορά και πέφτουν και οι τιμές (όλα αυτά με την συγκατάθεση της συντήρησης του Περισσού φυσικά, για να έχουν την πιστοποίηση του αγώνα). Ένα θετικό είναι ότι θα σταματήσουν να μας πρήζουν εκ τρόϊκας για την ανταγωνιστικότητα, ασχέτως του αν θα υπάρξουν ουσιαστικές αλλαγές σε σχέση με την τελευταία. Κι εκεί τελειώνει το νεοφιλελεύθερο story.
Αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας και ιδιωτικού δανεισμού. Αν προσθέσουμε και την βαριά φορολογία, καταλήγουμε σε έναν μέσο πολίτη ο οποίος έχει πάρει με χαρακτηριστική άνεση την άδεια άσκησης κάποιου επαγγέλματος, την έχει κορνιζάρει και την έχει βάλει στον τοίχο του, την κοιτάζει και κάνει μελλοντικά όνειρα, μόνο που δεν έχει μία για να τα πραγματοποιήσει. Με τις τράπεζες να έχουν σταματήσει να δανείζουν, με τα χρήματα να έχουν γίνει κάτι σαν σούπερ ατού σε παιχνίδι με χαρτάκια και με το κράτος να φορολογεί όλο και πιο βαριά, η ελεύθερη επιχειρηματικότητα δεν έχει κανένα νόημα. Αν προσθέσουμε τις μελλοντικές προσδοκίες για ένα εξακολουθητικό αρνητικό ρυθμό του ΑΕΠ (μια έννοια καθαρά φρηντμανική, την οποία οι νεοφιλελεύθεροι, πολύ βολικά, κάνουν πως δεν θυμούνται), το να ξεκινήσει κανείς καινούργια επιχείρηση είναι σαν να ετοιμάζεται για χαρακίρι.
Επιπροσθέτως ένα αρκετά πιθανό σενάριο είναι τα μόνα κεφάλαια πλέον, να βρίσκονται στα χέρια όσων συμμετείχαν στα πιο μεγάλα παιχνίδια διαφθοράς και μονοπωλίου, οι οποίοι τώρα θα έχουν ένα ανοικτό πεδίο μπροστά τους για να κάνουν το παιχνίδι τους και φυσικά δεν θα χρειάζονται κανένα κράτος για να τα στήσουν. Η διαφθορά λοιπόν θα έχει γίνει φτηνότερη, τα κέρδη της θα μοιράζονται σε λιγότερους και δεν θα μπορεί και κανείς να βγάλει κουβέντα. Φυσικά δεν υπάρχει καμία διάθεση να δικαιολογήσω το παρόν πελατειακό νταραβέρι, αλλά να παρουσιάσω κάποιες πεσσιμιστικές σκέψεις κόντρα στο χαζοχαρούμενο λέγειν των νεοφιλελεύθερων.
Σε αυτό το σημείο η μόνη ουσιαστική λύση έρχεται εκ των άνω. Είτε μια παροχή παχυλής ρευστότητας στην ελληνική οικονομία από την ΕΚΤ, είτε με ανάληψη δημοσίων επενδύσεων. Η πρώτη περίπτωση όμως, σκοντάφτει στην παράλογη άρνηση της ΕΚΤ να δώσει χρήμα στην Ελλάδα ενώ προτιμάει να της το δίνει μέσω των τραπεζών, το οποίο όμως, ποτέ δεν φτάνει στα χέρια μας,  ενώ η δεύτερη σκοντάφτει στο Βερολίνο και στην ανικανότητα της Αθήνας, όταν ο Κέϋνς πλέον, χαρακτηρίζεται συνταγματικά παράνομος.


Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Έλα μαλάκα, να δεις τι έκανες!




Και αφού έχει αρχίσει να καταλαγιάζει η όλη φασαρία γύρω από την ψήφιση του νέου μνημονίου, αφού έχουν σταματήσει, για την ώρα, τα εκβιαστικά διλήμματα τύπου «ευρώ ή δραχμή», αφού έχουν ξεπλυθεί πλέον τα χημικά από το Σύνταγμα και αφού σταμάτησαν στα κανάλια να ψάχνουν στρατηγούς με ομπρέλες, lol, μπορούμε πλέον να δούμε ψύχραιμα τι συνέβη, τι ψηφίσανε στην Βουλή και τι θα συμβεί με το νέο, μέχρι το επόμενο, μνημόνιο.
Και λέω ψύχραιμα γιατί τελικά αυτό είναι που λείπει περισσότερο από τους πάντες. Μια έλλειψη ψυχραιμίας η οποία δεν αφήνει το μυαλό να σκέφτεται καθαρά. Και φυσικά ο βασικός λόγος που δεν μπορούμε να σκεφτούμε ψύχραιμα είναι γιατί τα πάντα βρίσκονται σε μια συνεχής αντίφαση. Από τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, όπου στέκεσαι για να διαμαρτυρηθείς για αυτό το χρέπι που βιώνεις και στα αριστερά σου βλέπεις έναν ελληνάρα που επίσης διαμαρτύρεται γιατί δεν μπορεί πλέον να πετάει τα λεφτά του στα σκυλάδικα και κάπου εκεί μπερδεύεσαι, ενώ στα δεξιά σου έχεις έναν βλάκα με ξυρισμένο κεφάλι κι εκεί το χάνεις τελείως. Από τους μνημονιακούς οι οποίοι από την μία θέλουν μια αλλαγή, βασισμένη σε «παγκοσμιοποιημένες αξίες», οι οποίες, ανεξάρτητα από το αν έχουν καμία θέση και του αν είναι εφαρμόσιμες στα δεδομένα μας, θα έφαρμοσθούν από τα ίδια άτομα που μας έφεραν στο σημείο που είμαστε τώρα. Από τους μνημονιακούς οι οποίοι δεν δέχονται συγκρίσεις με Αργεντινές και Ισλανδίες, αλλά μας συγκρίνουν με χαρακτηριστική άνεση με την Ιρλανδία (λες και αυτοί τα πηγαίνουν καλύτερα, αλλά τελοσπάντων). Από σένα την ίδια, η οποία είσαι κατά όλων αυτών που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν, όταν στα αιτήματά σου υποστηρίζεις άθελά σου και όλο το προηγούμενο κατεστημένο, το οποίο επίσης μας έφερε ως εδώ.
Το πιο εύκολο πράγμα που θα μπορούσε να πει κανείς για αυτές τις αντιφάσεις, είναι ότι είμαστε ούτως ή άλλως ένας λαός αντιφάσεων. Καλό, λέω, είναι να ξεφύγουμε από τέτοιες γλυκανάλατες και ξενέρωτες κοινοτοπίες και να σκεφτούμε λίγο πιο σοβαρά γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Και δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από τα ίδια τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε. Ευρώ ή δραχμή;  Δεν υπάρχει πιο παραπλανητικό ερώτημα, αλλά και ταυτόχρονα πιο βολικό, σχετικά με την ψήφιση και εφαρμογή του μνημονίου. Το ερώτημα είναι από μόνο του ένας ξερός εκβιασμός, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος για να βρούμε και να παραδεχτούμε για το ποια πράγματα χρειάζονται αλλαγή, αλλά προπάντων ποια θα είναι αυτή η αλλαγή.
Και είναι βασικά παραπλανητικό, γιατί ουσιαστικά οι αλλαγές που θα ήθελαν να δουν, τουλάχιστον οι πιο μετριοπαθείς, δεν υπάρχουν καν μέσα σε αυτό το ερώτημα. Σε καμία από τις δύο επιλογές αυτού του ερωτήματος. Από την μία πλευρά προβάλλεται η οικονομική επιβίωση του κράτους (για τους πολίτες φυσικά ούτε λόγος) και από την άλλη η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας (trendy θεματάκι για τις πολιτικές και οικονομικές επιστήμες και δεν αφορά μόνο εμάς). Ενώ και τα δύο είναι πολύ σημαντικά, τελικά και τα δύο είναι εντελώς άστοχα, αφού αναιρούν το ένα το άλλο. Η λύση προφανώς βρίσκεται κάπου στην μέση, ή μάλλον σε τελείως διαφορετικές βάσεις, αλλά διάλογος για να τις βρούμε δεν υπάρχει. Και όλα τα παραπάνω διογκώνονται από την ατελής πληροφόρηση και την χειραγώγηση.
Το μόνο που, σίγουρα, δεν χρειαζόμαστε μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο, είναι τους βλαμμένους τους ατενίστας και τα ρεσώ τους.  

Αφού η απάντηση, για την ώρα, σε αυτό το γελοίο ερώτημα είναι ευρώ, ας δούμε τελικά τι σημαίνει. Για να μην είμαστε μονόπλευροι, το μνημόνιο έχει και κάποιες θετικές πτυχές. Ούτως ή άλλως, όπως είπαμε πιο πάνω η κάθε πλευρά έχει και κάποια δίκια στην επιχειρηματολογία της, απλά ο διαχωρισμός δεν επιτρέπει να διαλέξουμε τα θετικά της κάθε μίας.
Το πιο βασικό θετικό είναι κάποιοι μηχανισμοί επίβλεψης των εφοριακών. Μόνιμος έλεγχος των λογαριασμών των ίδιων και των συγγενικών τους προσώπων, αλλαγή των εφοριακών από ΔΟΥ σε ΔΟΥ, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι διάφορες πελατειακές σχέσεις κ.α. Καλή η προσπάθεια που επιχειρείται, αλλά αφενός τα τσακάλια πάντα βρίσκουν τρόπους να κάνουν την μπίζνα, αφετέρου η τρόϊκα στοχεύει στην φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων. Όπως μαρτυρούν 120 ενωμένα λογιστικά γραφεία (βασικά τρία), η κάθε μικρομεσαία επιχείρηση φοροδιαφεύγει κατά 3000-5000 ευρώ. Απορώ πόσοι μικρομεσαίοι κάνουν έναν μεγαλομεσαίο, για να μην πω μεγάλο, τύπου Λαυρεντιάδη. Αλήθεια αυτό το παλικάρι, που καταχράστηκε με την παρέα του γύρω στα 7 δις., δηλαδή μιλάμε για σκάνδαλο μεγαλύτερο κι από αυτό του Κοσκωτά και το οποίο ακόμα κι εσύ το πέρασες στο ντούκου, τι να γίνεται; Σαπίζει άραγε στο διπλανό κελί από αυτό του Άκη; Είναι προφανές ότι τα μεγάλα ψάρια, με τέτοιες προθέσεις όχι μόνο θα είναι ελεύθερα αλλά θα γίνουν και μεγαλύτερα.
Πάμε στα κλειστά επαγγέλματα. Προβλέπεται πλήρης απελευθέρωση για τα περισσότερα από αυτά. Για κάποια είμαι απόλυτα σύμφωνος, πχ για την φυλή των συμβολαιογράφων για την οποία δεν τρέφω και τρυφερά αισθήματα (σκέτες βδέλες είναι) προβλέπεται ότι δεν θα είναι απαραίτητη η παρουσία τους σε οποιαδήποτε συναλλαγή, όπως ίσχυε μέχρι τώρα. Για κάποιες φαρμακευτικές, υπάρχει καποιος έλεγχος στα κέρδη τους, κάποια μείωση στα κέρδη των φαρμακοποιών και όλα τα άλλα που ήταν αντικείμενο συζήτησης, τόσο καιρό. Προφανώς πρέπει να υπάρξει κάποιο μέτρο στην αισχροκέρδεια των φαρμακευτικών, αλλά περνώντας στο άλλο άκρο, με πλήρη απελευθέρωση χωρίς να υπάρχει κάποιος έλεγχος ότι δεν θα δημιουργηθούν ολιγοπώλια, η αισχροκέρδεια είναι πιθανό να γίνει ακόμα μεγαλύτερη. Άλλο σημαντικό σημείο που μας πλασάρουν οι ΙΟΒΕδες είναι τα μεταφορικά. Μπορεί και να είναι ακριβά τα μεταφορικά, αλλά το ότι η χώρα δεν είναι μια τυπικά ηπειρωτική, αλλά έχει και άπειρα νησιά (με προφανώς ακριβότερα μεταφορικά) δεν φαίνεται να λέει και πολλά πράγματα. Οπότε κι εδώ ισχύει ότι και παραπάνω. Ναι, χρειάζεται μια διόρθωση σε κάποιους τομείς, αλλά η ακρότητα χωρίς λόγο και αιτία είναι και μαλακία. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά εδώ.
Από κει και πέρα, αρχίζουν οι γενικολογίες. Να φροντίσουμε για την ανάπτυξη, για την μηχανογράφηση κλπ. Τα αρνητικά, από την άλλη, δεν χρειάζονται και ιδιαίτερη ανάλυση. Μείωση των δημοσίων υπαλλήλων για να εξαλειφθεί το έλλειμμα (κουβέντες όπως εξυγίανση φαντάζουν άγνωστες), ρυθμίσεις για τα πανεπιστήμια (προβλέπεται μεγάλη μπίζνα εδώ), μειώσεις συντάξεων (το ότι μείωσαν τις συντάξεις για να εξοικονομήσουν 300 εκ. ευρώ όταν ταυτοχρόνως χαρίζονται 230 εκ. στα χρέη ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, μόνο ασχολίαστο μπορεί να μείνει), μείωση της γραφειοκρατίας για να μπορεί να ανοίξει μια επιχείρηση πιο εύκολα (αν και το πρόβλημά μας είναι να κρατήσουμε τις ήδη υπάρχουσες ανοιχτές) και άλλα χαζοχαρούμενα, εξυγιαντικά μέτρα.

Αυτό που χρήζει όμως ιδιαίτερης ανάλυσης είναι η μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Καταρχάς μπορεί οι μειώσεις να αφορούν τους νεοεισερχόμενους και τον κατώτατο μισθό, όμως όποιος εργοδότης δεν ζητήσει μείωση όλων των μισθών, θα πρέπει να του στήσουν αδριάντα. Πέρα από αυτό, το πιο κωμικοτραγικό είναι η αιτιολογία, πως με την μείωση μισθών θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά μας. Έχουμε ξαναπεί εδώ κι εδώ, ότι τέτοια πράγματα τόσο εύκολα και τόσο απλά δεν είναι.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι στο πως τελικά μετριέται η ανατγωνιστικότητα. Ο πιο απλός και κατά πολύ, απλοϊκός τρόπος είναι η σύγκριση του επιπέδου των τιμών των χωρών. Εκτός του ότι αυτός ο τρόπος είναι έντονα αμφισβητήσιμος, αν έστω δεχτούμε ότι είναι σωστός και πάλι δεν δικαιολογεί την μείωση των μισθών. Το σκεπτικό είναι ότι αν μειωθούν οι μισθοί, θα μειωθεί το κόστος των επιχειρήσεων και άρα θα μειωθούν οι τιμές. Οι τιμές αυτήν την στιγμή πέφτουν ελάχιστα, πράγμα που σημαίνει ότι το σκεπτικό είναι λάθος, αλλά και ότι τα περιθώρια κέρδους είναι πλέον μεγαλύτερα. Ο βασικός λόγος που δεν πέφτουν οι τιμές είναι τα άπειρα καρτέλ που σουλατσάρουν σην ελληνική οικονομία. Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγαπημένη Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Αυτήν την στιγμή, όπως συμφωνούν 120 ενωμένοι ιδιοκτήτες κάβας (βασικά δύο), υπάρχουν 9 μοναστηριακές μπύρες οι οποίες δεν μπορούν να βρουν πρόσβαση στην αγορά από το μπλόκο που έχει στηθεί από την εν λόγω εταιρία. Δεν λέω, ένας βέλγος μπορεί και να γέλαγε στο άκουσμα ελληνικής μοναστηριακής μπύρας, αλλά κάτι μου λέει ότι νερό με ανθρακικό και χρώμα δεν θα είναι. Παρολαυτά, ο μαλάκας ο Έλληνας συνεχίζει και καταναλώνει κάτουρο ΑΚΑ Heineken και Amstel.
Τέτοιου είδους καρτέλ ή μονοπώλια υπάρχουν σχεδόν σε κάθε τομέα στην ελληνική οικονομία, εγχώρια κι ξένα. Το σπάσιμό τους και η αύξηση του ανταγωνισμού θα έριχνε απευθείας τις τιμές, μια επιχειρηματολογία την οποία δεν ακούμε ούτε από μνημονιακούς ούτε από αντιμνημονιακούς και είναι ενδεικτικό της πολιτικής διάθεσης και της έλλειψης πληροφορίας και διαλόγου.
Άλλη πάλι λύση της ανταγωνιστικότητας βρίσκεται στην αύξηση της παραγωγικότητας, αντί για μείωση των μισθών. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζονται επενδύσεις και χρήματα και αυτά δεν υπάρχουν. Ο μόνος τρόπος θα ήταν κάποιο αντίστοιχο του σχεδίου Marshall το οποίο όμως δεν προχωράει για πολιτικούς λόγους. Και πραγματικά αν βάλεις τον εαυτό σου στην θέση das Μέρκελ (και υποθέτωντας ότι πραγματικά κι ειλικρινά θέλει να βοηθήσει) θα εμπιστευόσουν κάποιον Βενιζέλο, κάποιον Σαμαρά, κάποιον Καρατζαφέρη ή κάποιον ΓΑΠ; Και φυσικά μην αρχισουμε να μιλάμε για τους πιο κάτω.
Ένας άλλος όμως τρόπος, όπως έχουμε ξαναπεί εδώ, είναι η αλλαγή της παραγωγής, κάτι που πρέπει ούτως ή άλλως να γίνει και είναι κάτι που επίσης δεν ακούγεται από καμία πλευρά. Φυσικά κι εμείς έχουμε καλομάθει μαζεμένοι οι μισοί σε ένα λεκανοπέδιο, πράγμα που δεν βοηθάει και πολύ προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο μόνος τρόπος για να γίνει μια αποκέντρωση, αφού τι άλλο μπορεί να παράξει κανείς στην Αθήνα, είναι φοροαπαλλαγές. Μια χαμηλή φορολόγηση για τα πρώτα έτη μεταφοράς από αστικό περιβάλλον και απασχόλησης σε ανάλογο κλάδο, μαζί με ένα πάγωμα αδειών δόμησης στην Αττική, είναι ένα δυνατό κίνητρο, ενώ δεν χρειάζονται και ιδιαίτερα κεφάλαια. Αντί, να υπάρχει βαριά φορολόγηση, τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να στραφούν προς πιο εποικοδομητικές κατευθύνσεις. Φυσικά αυτό θα έχει κάποιον αντίκτυπο στην μείωση του ελλείμματος που επιχειρείται αυτήν την στιγμή, αλλά καλύτερα να υπάρχει τώρα, παρά μετά από ένα-δύο έτη, όπως πρόκειται να συμβεί με μαθηματική ακρίβεια.
Πέρα από την παραγωγικότητα, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την μείωση των μισθών έχει και η ΓΣΕΕ. Την τελευταία δεκαετία η ΓΣΕΕ είχε μεγάλες απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών, οι οποίες πολλές φορές ικανοποιήθηκαν. Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν δίκαιες ή άδικες αυτές οι αξιώσεις, αλλά με αυτόν τον τρόπο έχασε την ευκαιρία της να πατήσει πόδι, τώρα στα δύσκολα. Για να γίνει κατανοητό αυτό, ας δούμε σαν παράδειγμα την αντίστοιχη σουηδική ΓΣΕΕ, όπου κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν άρχισαν να γίνονται περικοπές, το κύριο επιχείρημα που εμφάνισε ήταν πως για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν διεκδικήσεις και άρα αυξήσεις και πως σε εκείνο το σημείο δεν ήταν διατεθειμένοι οι ίδιοι να επωμισθούν το βάρος της προσαρμογής, οπότε το βάρος έπεφτε στις επιχειρήσεις, οι οποίες θα έπρεπε να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους. Αλλά φυσικά δεν περιμένει κανείς τέτοια διορατικότητα και επιχειρηματολογία από την δική μας ΓΣΕΕ, αφού ανήκουν στην ίδια κατηγορία με αυτήν των πολιτικών μας. Ημιμαθείς μπακαλομουρτζώβλαχοι.
Από την πλευρά της τρόϊκα πάλι, η επιδίωξη της αύξησης ανταγωνιστικότητας αν δεν υπήρχαν χρέη και ελλείμματα θα ήταν λογική. Πόσο ηλίθιο, βλαμμένο άχρηστο νέρντουλο μπορεί να είναι κανείς για να μην καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα λύσει όλα τα παραπάνω  ταυτόχρονα; Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ότι τα εγχειρίδιά του απευθύνονται σε μεμονομένες καταστάσεις και όχι σε όλες μαζί;
Πέρα από το ελλειμματικό IQ των περισσότερων αναλυτών, κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο αναφέρεται μόνο σε επίπεδο αερολογίας, είναι η σημαντικότητα της αύξησης του ΑΕΠ. Η βιωσιμότητα ενός χρέους, με έναν σχετικά μπακαλίστικο τρόπο, υπολογίζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, δηλαδή Χρέος/ΑΕΠ. Πόσο IQ χρειάζεται για να κατανοήσει κανείς ότι ακόμα και όταν ο αριθμητής παραμένει σταθερός, ενώ ο παρανομαστής μειώνεται το κλάσμα μεγαλώνει; Και φυσικά τι προβλέπει το νέο μνημόνιο για το ΑΕΠ; Μας λέει ότι πρέπει να φροντίσουμε για να αυξηθεί το ΑΕΠ. Με τις υγείες μας…

ΥΓ1. Για φορολογία, PSI, Παπαδήμο που ανάθεμα κι αν ξέρει για το τι συμβαίνει στην χώρα, πέρα από τον τραπεζικό τομέα, δεν τολμώ ούτε καν να σχολιάσω.

ΥΓ2. Αν ανήκεις στους μετριοπαθείς, ο μόνος τρόπος για να βρεθεί μια λύση σε όλα τα παραπάνω είναι μέσω διαρκών εκλογών, μέχρι να βρεθεί μια χρυσή τομή, οπωσδήποτε με την προσέλευση νέων προσώπων. Τώρα που έχει αρχίσει σιγά σιγά η λασπολογία προς τον Κουβέλη (όχι ότι δεν έδωσε κι αυτός αφορμές) φαίνεται να πλησιάζει ο πρώτος γύρος.
Αν πάλι ανήκεις στους πιο σκληροπυρηνικούς, συνέχισε να μαζεύεις αυγά, μπαλόνια με λαδομπογιά, πέτρες και μάρμαρα.

ΥΓ3. Και η Αλέκα κάθεται μόνη της τα βράδια και ξενυχτάει. Σκέφτεται τι θα κάνει τώρα που θεωρητικά πλησιάζουν οι εκλογές. Σκέφτεται ότι κυβερνάει. Μπορεί όμως να συστήσει κυνέρνηση με τον Αλέξη; Με τον Φώτη; Αχ, γιατί να είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα! Αναπολεί την περίοδο που ήταν ακόμα φοιτήτρια. Αναλογίζεται πως θα ήταν η ζωή της αν τελικά είχε περάσει στο μαθηματικό, εκεί που ήθελε και όχι εκεί που της υπέδειξε το κόμμα. Τι να το κάνει; Θα ήταν καθηγήτρια σε κάποιο πανεπιστήμιο, θα έκανε την δουλειά της, αλλά τώρα πάλι στους δρόμους θα ήταν και θα φώναζε. Τουλάχιστον δεν θα είχε τα κανάλια πάνω από το κεφάλι της και θα έτρωγε το κουλούρι με την ησυχία της. Κι αυτό το αναθεματισμένο κόκκινο τηλέφωνο που έχουν στον Περισσό, που είναι συνδεδεμένο με γραμμή ασφαλείας με το Κρεμλίνο, δεν χτυπάει. Από το ΄91 έχει να χτυπήσει και ποιος θα της πει τι να κάνει τώρα; Ένα κύμα απογοήτευσης την διαπερνάει. Το κόμμα την ξέχασε…

ΥΓ4. Ξεκολλάτε! Η μεταπολίτευση ΔΕΝ πέθανε ακόμα.