Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί η έξοδος είναι μια υπαρκτή επιλογή για την Γερμανία



Μετάφραση από άρθρο του Martin Wolf στους FT

Θα έπρεπε η Γερμανία να αφήσει το ευρώ; Στην τελική, είναι η μεγάλη χώρα με μια εύλογη επιλογή εξόδου. Το ερώτημα γίνεται πιο σχετικό μετά την απόφαση της Μέρκελ, της συντηρητικής καγκελαρίου της Γερμανίας,  να υποστηρίξει τον Μάριο Ντράγκι, πρόεδρο της ΕΚΤ, εναντίον του Jens Weidmann, τον οποίο έχει διορίσει ως πρόεδρο της Bundesbank, σχετικά με το πλάνο της ΕΚΤ να αγοράζει ομόλογα κρατών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ο πρόεδρος της Bundesbank, του πιο σεβαστού Γερμανικού θεσμού, έχει αναχθεί στον κύριο εκφραστή των γερμανών ευρωσκεπτικιστών. Οι Γερμανοί συνειδητοποιούν ότι η ΕΚΤ δεν δύναται να είναι μια μετενσαρκωμένη Bundesbank. Για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι η ευρωζώνη είναι ένας μίζερος γάμος. Μπορεί ένας χωρισμός να είναι καλύτερος, όσο αποδιοργανωτικός κι αν είναι;
Εξετάζοντας το θέμα από την γερμανική σκοπιά, πρέπει να διαχωρίσουμε τα ορθά από τα λάθος επιχειρήματα. Όπως δείχνει κι ο Paul de Grauwe, Βέλγος οικονομολόγος στο LSE, σε σχετικό άρθρο του, είναι εύκολο να βρεθούν αντίστοιχα παραδείγματα. Το συγκεκριμένο άρθρο εξετάζει αν η συσσώρευση απαιτήσεων μέσα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σημαίνει ότι η Γερμανία θα χάσει πολλά αν διαλυθεί η ευρωζώνη. Η απάντηση είναι όχι.
Καταρχάς η Γερμανία έχει συσσωρεύσει πολλές απαιτήσεις τόσο από τα μέλη της ευρωζώνης, όσο κι από τρίτες χώρες, όχι λόγω του διατραπεζικού συστήματος, αλλά λόγω των μεγάλων πλεονασμάτων στο εμπορικό της ισοζύγιο. Οι Γερμανοί τρέχουν δύο επιχειρήσεις: εξάγουν αγαθά, στο οποίο είναι εξαιρετικοί και εισάγουν χρηματοοικονομικές απαιτήσεις, στο οποίο είναι κάκιστοι. Εν συντομία, οι εξαγωγές της Γερμανίας την έχουν εκθέσει σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Σύμφωνα με το άρθρο, η γερμανική οικονομία έχει εκραγεί λόγω χρηματοικονομικών ροών (αποτέλεσμα κερδοσκοπίας) και όχι λόγω των πλεονασμάτων της.
Αυτές οι ροές δεν επηρεάζουν τις διακρατικές απαιτήσεις. Αν υποθέσουμε ότι ένας ισπανός καταθέτης μεταφέρει τα χρήματά του σε μια γερμανική τράπεζα, αυτό συνεπάγεται υποχρέωση για την ισπανική κεντρική και απαίτηση για την αντίστοιχη γερμανική. Ταυτοχρόνως η γερμανική ιδιωτική τράπεζα θα έχει απαιτήσεις από την αντίστοιχη ισπανική. Η καθαρή θέση της Γερμανίας παραμένει αναλλοίωτη, αλλά οι απαιτήσεις της bundesbank έχουν αυξηθεί, ενώ οι απαιτήσεις του ιδιωτικού τομέα όχι.
Κατά δεύτερον αυτό δεν εκθέτει τον γερμανό φορολογούμενο σε μεγάλες απώλειες. Η αξία των υποχρεώσεων της bundesbank (η νομισματική βάση δηλαδή) δεν εξαρτάται από την αξία των απαιτήσεών της, αλλά από την αγοραστική δύναμη. Στο συγκεκριμένο νομισματικό σύστημα, όπου δεν υπάρχουν εγγυήσεις, οι κεντρικές δεν χρειάζονται πολλές απαιτήσεις παρά μόνο τις ελάχιστες για να μπορεί να ασκηθεί νομισματική πολιτική, αφού μπορούν να δημιουργήσουν χρήμα από το τίποτα. Αυτό που δίνει αξία στο χρήμα είναι όχι τόσο μια εγγύηση, αλλά η προδιάθεση των ατόμων να κάνουν συναλλαγές και η προδιάθεση του κράτους να ορίσει τις αντίστοιχες φορολογικές υποχρεώσεις.    
Ο κίνδυνος για την γερμανία, στην περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης, είναι ότι θα μπορούσε να υπάρχει υπερπληθώρα του νέου νομίσματος, κυρίως από αλλοδαπούς στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν το νέο νόμισμα. Η bundesbank θα μπορούσε να την περιορίσει επιβάλλοντας, όμως, περιορισμούς στην μετατροπή στους γερμανούς υπηκόους. Οι απώλειες κατά αυτόν τον τρόπο θα βάραιναν τους πολίτες των άλλων χωρών, των οποίων τα νομίσματα θα κατέρρεαν.
Αποδέχομαι τους ισχυρισμούς του De Grauwe αλλά θα μπορούσαμε να τους συνετίσουμε. Αν οι γερμανοί έχουν μαζέψει άχρηστες απαιτήσεις μέσω των τεραστίων πλεονασμάτων στο εμπορικό τους ισοζύγιο, ίσως θα ήταν καλύτερα να συμμαζέψουν τα πλεονάσματά τους. Παρομοίως, το γεγονός ότι οι γερμανοί μπορούν να φύγουν χωρίς τις μεγάλες απώλειες που φοβάται η κοινή γνώμη κάνει την έξοδο μια δυνατή επιλογή.
Ο Charles Dumas του λονδρέζικου Lombard Street Research, επισημαίνει ότι η συμμετοχή στο ευρώ έχει ενθαρρύνει την γερμανία στο να προβεί σε μερκαντιλιστικές πολιτικές σε βάρος των πολιτών της καθώς και της ανταγωνιστικότητάς της. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει αυξηθεί ελάχιστα από το 1998, όπως και η εσωτερική κατανάλωση. Αντίστοιχα η παραγωγικότητα στο διάστημα 1999-2011 έχει αυξηθεί ελάχιστα σε σχέση με τις ΗΠΑ και το ΗΒ. Οι στάσιμοι πραγματικοί μισθοί, η λιτότητα και τα υψηλά επιτόκια έχουν οδηγήσει την ζήτηση σε καθίζηση. Αλλά τώρα η θεραπεία για τα δεινά της ευρωζώνης απαιτεί υψηλότερο πληθωρισμό στην γερμανία, τον οποίο οι ίδιοι απεχθάνονται, αποπληθωριστικές υφέσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές και εκταμίευση εγχώριων πόρων προς τα άλλα κράτη-μέλη.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι ούτε τα οικονομικά αλλά ούτε και τα πολιτικά οφέλη από την ευρωζώνη είναι αυτό που ονειρεύονταν οι γερμανοί πολιτικοί - οικονομολόγοι. Ακόμη χειρότερα, προβλέπονται έτη συγκρούσεων για θέματα ανταγωνιστικότητας, αναδιάρθρωσης χρεών και αντιλαϊκών μέτρων. Ίσως ένα επίπονο διαζύγιο να είναι καλύτερο από όλα αυτά.
Ο Dumas αυτό υποστηρίζει. Η επιστροφή σε έναν ανατιμημένο μάρκο θα σήμαινε μείωση του ποσοστού των κερδών, θα αύξανε την παραγωγικότητα όπως και τα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών. Αντί να δανείζουν πλεονάσματα σε «ανήθικους» ξένους, οι γερμανοί θα μπορούσαν να έχουν ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Επιπλέον, αυτό θα οδηγούσε σε άμεσες αναπροσαρμογές στις ανταγωνιστικότητες των χωρών, οι οποίες εναλλακτικά θα είναι αργές, μέσω αύξησης πληθωρισμού στην γερμανία και αύξηση της ανεργίας στις άλλες χώρες.
Οι αναλύσεις των De grauwe και Dumas συγκλίνουν σε ένα σημαντικό σημείο. Αν η γερμανία συνεχίζει να τρέχει μεγάλα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο, αναγκαστικά θα συσσωρεύσει τεράστιες απαιτήσεις προς άλλους. Η εμπειρία δείχνει ότι αυτές θα γίνουν σκουπίδια. Ο καθηγητής de grauwe είναι σωστός όταν λέει ότι η συσσώρευση απαιτήσεων μέσα στην ευρωζώνη δεν είναι επικίνδυνη. Ο κίνδυνος υπάρχει στην στρατηγική μείωσης των μισθών και στην υπερβολική αύξηση των πλεονασμάτων που θα οδηγήσει σε ένα ακριβό αδιέξοδο. Μπορεί κάλλιστα να καταστρέψει την γερμανική οικονομία. Σίγουρα υποχρεώνει την γερμανία να μεταφέρει πόρους στους «πελάτες» της με τον ένα πολυέξοδο τρόπο ή τον άλλο.
Η έξοδος είναι πράγματι μια επιλογή. Αν απορριφθεί, όπως προβλέπω, οι ίδιες αναπροσαρμογές θα συμβούν με πολύ πιο επίπονο τρόπο. Η εναλλακτική είναι μια μεταβιβαστική ένωση (σ.τ.μ. τραπεζική ένωση κλπ), την οποία οι γερμανοί φοβούνται. Η γερμανία έχει πληρώσει ακριβά την μερκαντιλιστική πολιτική της. Είτε εντός, είτε εκτός ευρώ, αυτή δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να διαρκέσει παραπάνω.






Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Uber fail μνημονιακού και αριστερού λόγου




Έχουμε περάσει ήδη τρία χρόνια εν μέσω κρίσης και ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να ακούσουμε μία άποψη που να παρουσιάζει μια συνεκτική και συνολική εικόνα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε. Από την μία πλευρά υπάρχει ο μνημονιακός λόγος που περιορίζεται σε μία κριτική εναντίον του σπάταλου δημοσίου και του διαστρεβλωτικού χαρακτήρα της παρέμβασης του τελευταίου στον ιδιωτικό τομέα και από την άλλη υπάρχει ο αριστερός λόγος ο οποίος εμμένει στα κακώς κείμενα της ΕΕ. Και οι δύο πλευρές έχουν κάποια δυνατά επιχειρήματα, ενώ και οι δύο παραβλέπουν ζητήματα που δεν τους βολεύουν για να βγάλουν την γραμμή τους. Προφανώς η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και δεν χρειάζεται να αναφέρω καν διάφορες άλλες ξώσφαλτσες απόψεις, οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια καταλήγουνς στους Ελ.
Για να μπορέσουμε να δούμε τα πράγματα όσο συνεκτικότερα γίνεται ας βάλουμε κι ένα πλαισιάκι για να μην χάσουμε την μπάλα. Ας ορίσουμε σε αυτό το πλαίσιο τρεις πυλώνες , οι οποίοι θα μας επιτρέψουν να απομονώσουμε όσο γίνεται τα, ούτως ή άλλως αλληλένδετα, πράγματα. Αναφορικά οι πυλώνες είναι ο ιδιωτικός τομέας, ο δημόσιος και η μακροοικονομία.

Ιδιωτικός τομέας

Είναι χαρακτηριστικό ότι τον ιδιωτικό δεν τον πιάνουν στην γλώσσα τους ούτε οι μεν, ούτε οι δε, ο καθένας για τους λόγους του. Οι μεν μνημονιακοί, πέρα από ζήτημα μισθών δεν έχουν να πουν κάτι άλλο και  φυσικά αυτό γίνεται γιατί ό,τι άλλο και να πουν θα σημάνει την έναρξη μιας κουβέντας η οποία θα ακυρώνει όλα τους τα επιχειρήματα. Και τα αυτογκολ γενικά δεν αρέσουν. Η αριστερά δε, καμία νύξη επίσης. Να υποθέσω επειδή δεν υπάρχουν σοβαρά συνδικαλιστικά όργανα στον ιδιωτικό;
Έστω ότι μπορούμε να χωρίσουμε τον ιδιωτικό τομέα σε τρία στρώματα, με βάση το οικονομικό μέγεθος της κάθε εταιρίας. Στο υψηλότερο στρώμα έχουμε εταιρίες οι οποίες ανεξάρτητα από το αν έχουν μεγάλη δραστηριότητα, παρουσιάζουν μεγάλους τζίρους. Τέτοιες είναι πχ η Λαμπρακιστάν κ Σια, Αλαφούζου ΕΠΕ (με το «περιορισμένης ευθύνης» να επιδέχεται πολλές ερμηνείες) και Μπόμπολας Uber Alles ΑΕ. Η κριτική του μνημονιακού λόγου για κρατικοδίαιτους στρέφεται συγκεκριμένα κατά των δημοσίων, αλλά για τους παραπάνω ούτε λόγος. Αυτονόητο, εκτός κι αν περιμένει κανείς τον Αλαφούζο να κατηγορεί τον Αλαφούζο ότι είναι κρατικοδίαιτος. Από την αριστερά πάλι, σπασμωδικά πράγματα, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο.
Αλλά και πάλι αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Αυτό που δεν επισημαίνει κανείς είναι το χάος που επικρατεί στα υπόλοιπα δύο στρώματα. Στο δεύτερο στρώμα βρίσκονται εταιρίες οι οποίες έχουν οργανωμένη και μεγάλη παραγωγή, τουλάχιστον με βάση τα εγχώρια κριτήρια. Με βάση αυτά που έλεγε προ διετίας, σαν ιοβές τότε, ο στουρνάρας, ο συγκεκιρμένος χώρος είναι ένα τεράστιο καρτέλ, εφάμιλλο αυτού της κόκας στην Κολομβία (in your face Pablito).  Ο ίδιος υπουργάρας άτυπα έλεγε στις πολύ αρχές του έτους, ότι χρειάζεται πολιτική δύναμη για να μπει ένα χέρι σε όλους αυτούς και το καλύτερο είναι ότι δεν μιλάμε μόνο για ελληνικές εταιρίες αλλά για όλες (πόσο ειρωνικό ακούγεται αυτό σήμερα; μα πόσο ειρωνικό;). Αφού το λέει ο υπουργός εμείς ποιοι είμαστε για να τον αμφισβητήσουμε; Από τον εσωτερικό μνημονιακό λόγο δεν υπάρχει νύξη για τέτοια ζητήματα. Μόνο τον τελευταίο μήνα, όπου η κατάσταση έχει αρχίσει να ζορίζει τραγικά, έχει αρχίσει και η πίεση εκ των έξωθεν. Από την αριστερά πάλι κάποια πενιχρά σχόλια φώτη-αλέκας κι ακόμα λιγότερα από τον αλέξη.
Κι ερχόμαστε τώρα στο τρίτο στρώμα τις πολυπληθείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου ο ανορθολογισμός βαράει κόκκινο. Μιλάμε (μάλλον πιο σωστά δεν μιλάμε) για οργάνωση, για επιχειρηματικότητα, για τεχνογνωσία, για καινοτομία, για μακροπρόθεσμες στρατηγικές, για, για, για... Μιλάμε για ετιαρίες όπου ο ιδιοκτήτης συμπεριφέρεται σαν υπάλληλος στο ίδιο του το μαγαζί, όπου απλά θέλει να βγάζει έναν μισθό στην τελική και να κάνει την ζωή του. Ολόκληρη η νεοκλασσική μικροοικονομική θεωρία καταρρέει αυτομάτως με το που πάει να εφαρμοστεί σε αυτόν τον χώρο.
Φυσικά δεν υπάρχει τίποτε κακό σε όλα αυτά. Έτσι λειτουργούσαν πάντα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έτσι θα λειτουργούν. Το πρόβλημα όμως είναι αλλού. Προσπαθούν οι μνημονιακοί να μας συνετίσουν, να μας πουν ότι ο δημόσιος τομέας πρέπει να πάψει να είναι η ατμομηχανή της οικονομίας κι ότι τα σκήπτρα πρέπει να τα αναλάβει ο ιδιωτικός και μπορεί το σκεπτικό να είναι σωστό για μια δυτική και πόσο μάλλον αγγλοσαξωνική οικονομία, αλλά στην περίπτωση της ελλάδας να γίνει τι ακριβώς; Θα πρέπει να αντικαταστήσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι και η ραχοκοκαλιά του ιδιωτικού τομέα, τον όγκο που παράγεται από το δημόσιο;  Φυσικά δεν μιλάμε για το είδος της παραγωγής αλλά για απλά νούμερα, όπως εμφανίζονται στο ΑΕΠ. Όταν υπάρχουν δύο παράγοντες που αθροιστικά διατηρούν μια μεταβλητή σε ένα συγκεκριμένο ποσό και θέλεις να μειώσεις την μία, αν δεν κάνεις κάτι για να αυξηθεί, ταυτόχρονα, η άλλη, τότε η μεταβλητή σου καταρρέει. Τι κάνουμε για να μην καταρεύσει το ΑΕΠ; Τίποτα. Αντιθέτως, μειώνεται ο όγκος του δημοσίου και μαζί μειώνεται κι όγκος του ιδιωτικού. Ευφυές... Από τους μνημονιακούς τέτοια ζητήματα ούτε καν αναφέρονται, παρά μόνο το ΕΣΠΑ που θα έρθει σαν μάννα εξ ουρανού, για να φέρει την ανάπτυξη. Εκτός του ότι το ΕΣΠΑ είναι ένα πολύ βραχυπρόθεσμο εργαλείο και δεν έχει καμία σχέση με ουσιαστικές, δομικές παρεμβάσεις, ενδεχομένως να μην λειτουργήσει κιόλας λόγω του κωλύμματος στον τραπεζικό τομέα, αλλά αυτό το αφήνουμε για παρακάτω. Από αριστερά πάλι, ούτε κουβέντα.
Η μόνη ουσιαστική πολιτική που αφορά τον ιδιωτικό τομέα, είναι αυτή περί ανταγωνιστικότητας, η οποία όμως πάλι τίθεται σε λάθος βάση. Όπως έχουμε ξαναναφέρει από εδώ άπειρες φορές, ο τρόπος που αντιμετωπίζεται εκ μέρους της τρόϊκας, η ανταγωνιστικότητα, είναι πολύ στενόμυαλος και εστιάζει αποκλειστικά στο μισθολογικό και στο ασφαλιστικό κόστος της εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο κι έχει να κάνει κυρίως με την αποτελεσματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο χίλια δύο πράγματα μπορούν να γίνουν κομμάτι της ανταγωνιστικότητας, όπως προηγμένα δίκτυα, οικονομίες κλίμακας, διάχυση τεχνογνωσίας, πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες κ.α. Η τρόϊκα όμως επιμένει να ασχολείται μόνο με τα εργατικά. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ξεκάθαρος κι έχει να κάνει με το πως υπολογίζεται η ανταγωνιστικότητα με βάση το νεοκλασσικό μοντέλο. Πρόκειται περί ταυτολογίας καθώς χρησιμοποιείται μία φόρμουλα, η οποία είναι αδύνατο να συμπεριλάβει όλες τις πτυχές του ζητήματος. Ο δεύτερος λόγος, κατά προσωπική εκτίμηση έχει να κάνει με το ότι το πεδίο του ιδιωτικού τομέα παρουσιάζεται τόσο αχανές κι ανοργάνωτο, όπου ο μόνος τρόπος που μπορείς από κάπου να πιάσεις το ζήτημα, είναι ο μισθολογικός.
Το θέμα όμως είναι ότι το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας είναι πολύ πιο σημαντικό, μακροχρόνια, από τα όποια ελλείμματα του δημοσίου. Στην ουσία με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αυτό που προσπαθεί να γίνει είναι μια μείωση των τιμών. Οι μισθοί μειώθηκαν, αλλά οι τιμές δεν ακολούθησαν πράγμα που σημαίνει ότι το βιωτικό επίπεδο μειώθηκε. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι αυτός που αναφέρθηκε πιο πάνω (λάθος εργαλείο εκτίμησης) κι ο δεύτερος είναι αυτός που αναφέρθηκε πολύ πιο πάνω (καρτέλ). Σε αυτό το σημείο ο μνημονιακός λόγος τα μόνα καρτελ που καταλαβαίνει είναι αυτά του δημοσίου κι ότι για τις αυξημένες τιμές φταίει κυρίως το δημόσιο (ένα πράγμα, όπως όταν έχεις τις μαύρες σου, φταίει ο ανάδρομος ερμής), ενώ από την αριστερά, ενώ αναγνωρίζεται σε κάποιο βαθμό το θέμα, προτείνεται η λάθος πολιτική, η αύξηση των μισθών. Και είναι λάθος γιατί η πρώτη πολιτική θα έπρεπε να ήταν η μείωση των τιμών.
Ας το πάρουμε αυτό λίγο μπακαλίστικα. Αν ο ιδιώτης Α έχει ένα συγκεκριμένο μισθό και η κατανάλωσή του είναι ένα συγκεκριμένο ποσοστό του εισοδήματός του (ας πούμε 50%) και του μειώσεις τον μισθό, αλλά και τις τιμές αναλογικά, τότε η κατανάλωσή του σαν ποσοστό του εισοδήματός του θα παραμείνει 50%. Με άλλα λόγια το βιοτικό του επίπεδο θα παραμείνει το ίδιο. Φυσικά όλο αυτό είναι λάθος γιατί μιλάει για μια αυτάρκης κοινωνία. Στην δική μας περίπτωση, αυτομάτως όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, με την μείωση των μισθών γίνονται πιο ακριβά, αλλά στην τελική κάπως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι το πράγμα ή μήπως με την δραχμή δεν θα είναι ακριβότερα; Ή μήπως θεωρείς ότι είναι σωστό που η ελλάδα είναι πιο ακριβή από την γερμανία; Με την υποτιθέμενη μείωση όμως των τιμών (από το υποτιθέμενο σπάσιμο των καρτέλ), αυτομάτως τα εγχώρια προϊόντα θα είναι πιο φτηνά και ενδεχομένως να δοθεί μια ώθηση στον ιδιωτικό τομέα να παράγει περισσότερα. Κι όπως είπαμε πιο πάνω, μην ξεχνάς ότι τα καρτέλ στην ελλάδα δεν είναι μόνο ελληνική υπόθεση... Ενδεχομένως, να δούμε και μειώσεις σε εισαγόμενα προϊόντα. Αντί λοιπόν η αριστερά να θέλει να αυξήσει τους μισθούς, ας πιέσει για πιο ζόρικα πράγματα. Ας τα βάλει με τα καρτέλ για να μειωθούν οι τιμές.
Σε άλλα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα εργατικά, φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό η εξαήμερη εργασία, ενώ διαχρονική είναι η απορύθμιση των εργασιακών. Όσον αφορά το πρώτο, θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο αν το 40ωρο/εβδομάδα τηρείτω αυστηρότατα και ο κάθε εργαζόμενος μπορούσε να πάρει το ρεπό του άλλη μέρα, εκτός σκ. Φυσικά με τους έλληνες εργοδότες, θα ήταν ηλίθιος αν πίστευε κανείς ότι θα υπήρχε τήρηση του νόμου, ενώ η διαδικασία της καταγγελίας είναι άλλο ένα μεγάλο ανέκδοτο. Το όλο νόημα βέβαια της πρότασης είναι να μειωθούν τα μισθολογικά έξοδα με την κατάργηση ουσιαστικά της υπερωρίας. Προφανώς αυτή η τελευταία λέξη είναι λίγο πολύ άγνωστη σε πολλούς και στην τελική είπαμε. Αφήστε τους μισθούς στην ησυχία τους και βρείτε κάτι από τα πολλά άλλα που υπάρχουν για να ρίξετε τις τιμές.
Όσον αφορά την απορύθμιση των εργασιακών, δεν ξέρω αν όντως έχουμε έναν από τους πιο αυστηρούς κανόνες στην ευρώπη, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε περιπτώσεις όπου εταιρίες που δεν βγαίνουν, δεν μπορούν να απολύσουν υπαλλήλους γιατί δεν έχουν τα χρήματα των απαιτούμενων αποζημιώσεων. Για να μπορεί να προστατευθεί κι ο εργαζόμενος αλλά κι ο ιδιοκτήτης όταν έχει μπει στην κατρακύλα, αντί να υπάρξει απορύθμιση, μπορεί να υπάρξει αποτελεσματικότερη ρύθμιση. Δηλαδή, αντί να μειωθεί το κόστος απολύσεως, μπορεί κάλλιστα να μπεί όρος που να επιτρέπει μια μειωμένη αποζημίωση όταν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά μειωμένων τζίρων, αντιστοιχούμενα πάγια έξοδα σαν ποσοστό του κύκλου κ.α.. Φυσικά τέτοιες προτάσεις, ούτε κατά διάνοια, από καμία πλευρά.
Και επειδή αν αρχίσουμε να μιλάμε για τον δημόσιο τομέα και την μακροοικονομία, πάμε για σεντονάρα, ας τα αφήσουμε καλύτερα για την άλλη φορα.

ΥΓ Εντάξει ο διαχωρισμός στον ιδιωτικό τομέα είναι αυθαίρετος αφού το πρώτο με το δεύτερο στρώμα αλληλεπικαλύπτονται και ουσιασικά υπάρχουν δύο κατηγορίες, οι μεγάλες και οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά έξυπνο παιδί είσαι, το πιάνεις το νόημα.