Κυριακή 8 Απριλίου 2012

"Ξέρω ποιος είμαι κι από που έρχομαι", "Ε, τότε γύρνα εκεί και σκάσε" La Haine (1:08) Μέρος πρώτο



Όσο κοινότοπες κι εμετικές κι αν είναι εκφράσεις τύπου διαβάζοντας το παρελθόν βλέπεις το μέλλον ή ο δρόμος της ολοκλήρωσης περνάει από την αυτογνωσία και άλλες τέτοιες μπούρδες, για να κατανοήσει κανείς τις δυναμικές της σημερινής ελληνικής κρίσης, η βουτιά στο παρελθόν είναι αναπόφευκτη. Και η αλήθεια είναι πως κατανοώντας διαχρονικές νοοτροπίες και ιδιοσυγκρασίες, ξαφνικά ένα τεράστιο μέρος της επιχειρηματολογίας υπερ ή κατά μνημονίου που ακούγεται σήμερα, φαίνεται τουλάχιστον ανεδαφικό.
Το πιο εύκολο που θα μπορούσε να κάνει κανείς σαν ιστορική αναδρομή (και αυτό που κάνουν οι περισσότεροι), για να βρει αίτια και αιτιατά, είναι να ρίξει μια ματιά στο τι συνέβη από την μεταπολίτευση και μετά. Ενώ οι συνέπειες σήμερα είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις πράξεις και τις απραξείες αυτού του διαστήματος, δεν θα καταφέρει να κάνει κάτι παραπάνω από μια κριτική της γενιάς του πολυτεχνείου, οπότε και δεν θα καταφέρει να βρει πιο μακροχρόνιες και διαχρονικές συμπεριφορές. Θα μπορούσε επίσης να ξεκινήσει την αναδρομή από το τέλος του Β’ παγκοσμίου αλλά και πάλι αυτό που θα έκανε, θα ήταν μια σύγκριση της γενιάς του ’40 με της επόμενης.
Μιας και η ιστορία της ελλάδας είναι μικρότερη ακόμα κι από αυτής των ΗΠΑ, καλύτερα θα ήταν να ξεκινήσει η αναδρομή από την αρχή όσο πιο σύντομα γίνεται, εστιάζοντας μόνο στα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ας βάλουμε την αρχή λίγο πριν το ’21 όχι για λόγους εθνικής συνείδησης, ούτε γλωσσικούς, ούτε θρησκευτικούς, αλλά γιατί πολύ απλά μέχρι εκεί φτάνει η συλλογική μας μνήμη.
Στον ελλαδικό χώρο, περί τα τέλη του 18ου αιώνα, οι παραγωγικές δυνάμεις στην χριστιανική επαρχία ήταν τρεις. Γεωργοί, ημινομάδες κτηνοτρόφοι και μια υποτυπώδης μορφή ορεινής βιοτεχνίας και νησιωτικής ναυτιλίας. Τα πιο σημαντικά κομμάτια ήταν τα 2 πρώτα, αν και το πιο επιτυχημένο ήταν το τελευταίο. Στην περίπτωση των γεωργών οι καλλιέργειες, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στην δυτική ευρώπη, ανήκαν σε αυτούς. Τα μεγέθη βέβαια ήταν πολύ μικρά, οπότε μιλάμε για μικρές ποσότητες παραγωγής. Από αυτήν, όσο μέρος δεν πήγαινε για αυτοκατανάλωση, δινόταν σαν φόρος στους πασάδες, βοέδες και λοιπό ρουφιαναίικο, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέφεραν την παραγωγή στα οθωμανικά αστικά κέντρα. Εκεί πουλούσαν τα εμπορεύματα σε αξιωματικούς του στρατού, οι οποίοι τα μεταπουλούσαν στο κράτος ή σε μεγαλοιδιώτες, με διαπροσωπικές συμφωνίες. Στην ουσία εμπόριο με την μορφή που το ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχε.
Η ανάπτυξη και η τεχνολογική εξέλιξη της εποχής εκείνης αντιστοιχούσε με εκείνες της φεουδαρχίας, αλλά 300 χρόνια πιο πριν. Η βασική διαφορά φυσικά ήταν ότι η καλλιέργεια γινόταν μέσα στα κτήματα των γαιοκτημόνων από τους δουλοπάροικους, οι οποίοι αρχικά κατείχαν ένα κομμάτι των αγρών. Επειδή όπως ήταν φυσικό φρόντιζαν περισσότερο το δικό τους μέρος από αυτό του γαιοκτήμονα, τελικά άλλαξε το καθεστώς, σταμάτησαν να έχουν δική τους γη και απ’ό,τι παρήγαγαν, κρατούσαν ένα μικρό μόνο ποσοστό. Η πίεση των γαιοκτημόνων μαζί με την ανάγκη να παράξουν όσο περισσότερο γινόταν για αυτοσυντήρηση, τους οδήγησε σε νέα και πιο αποτελεσμετικά τεχνολογικά μέσα. Η δημιουργία των μέσων αυτών οδήγησε σε μια νέα κάστα, αυτή των τεχνιτών, οι οποίοι με την σειρά τους, λόγω ειδικότητας, απέκτησαν την ελευθερία τους και μετακινήθηκαν σε πόλεις, οι οποίες ταυτίστηκαν με την τεχνολογική εξέλιξη.
Στην οθωμανική αυτοκρατορία όλη αυτή η εξέλιξη δεν πάτησε πόδι. Οι σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων ήταν πολύ πιο χαλαρές (σχεδόν δημοκρατικές), συν ότι η δουλεία με την δυτικοευρωπαϊκή έννοια ποτέ δεν ίσχυσε. Το αστικό κέντρο της οθωμανίας δεν παρήγαγε τίποτα πέρα από είδη πολυτελείας, ενώ η απληστία για πλουτισμό ολοκληρωνόταν μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας στα χαμηλά στρατιωτικά κλιμάκια και με ξερό επεκτατικό τσαμπουκά στα ανώτερα. Κατά αυτόν τον τρόπο η διαδικασία παραγωγής μικρή σημασία είχε, οπότε κάπως έτσι εξηγείται και το τεχνολογικό χάσμα δυτικής ευρώπης και βαλκανίων.
Από την πλευρά των κτηνοτρόφων τα πράγματα ήταν ακόμα πιο χαλαρά αφού ο ημινομαδισμός τους, τους επέτρεπε να αποφεύγουν ελέγχους και φόρους, δημιουργώντας πιο αυτόνομες κοινότητες. Συνοπτικά η καπιταλιστική εξέλιξη δεν πέρασε από τα βαλκάνια, αφού κατά βάση στηρίχτηκε στο σύστημα της φεουδαρχίας, το οποίο στην εν λόγω περιοχή απλά δεν υπήρχε. Ούτως ή άλλως δεν είναι τυχαίο ότι ο καπιταλισμός πέτυχε εκεί που υπήρξε φεουδαρχία, δηλαδή στην ευρώπη και την ιαπωνία (ναι εντάξει, και στις ΗΠΑ αλλά κι αυτές παιδί της ευρώπης δεν είναι;).
Για να μην το κουράσουμε, το πολιτικό κομμάτι ας το αφήσουμε απ’έξω. Κατά την αρχή της επανάστασης προσπαθεί ο Καπποδίστριας να εφαρμόσει ένα πιο ευρωπαϊκό μοντέλο, το οποίο ήταν εντελώς ανεδαφικό βάσει των δεδομένων, με τους περισσότερους να δυσαρεστούνται αφού πάλι φόρους θα έπρεπε να πληρώνουν, δεν έχει σημασία σε ποιον, με αποτέλεσμα να του φυτέψουν μια σφαίρα κάποιοι μεγαλοπαράγοντες ΑΚΑ αλαφούζοι της εποχής.
Από εκείνο το σημείο και για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, λίγα πράγματα αλλάζουν. Η πολιτική αστάθεια, τα μεγάλα χρέη και τα λιγοστά κεφάλαια δεν επιτρέπουν για μεγάλη ανάπτυξη, οικονομική αλλά και κυρίως τεχνολογική. Έτσι το μόνο καταφύγιο για τους πολίτες είναι η μικροπαραγωγή σε επίπεδο οικογενειακών επιχειρήσεων, μαζί με ένα μικρό είδος φορολογικής ανομίας, θεμιτής στα πλαίσια του ότι το κράτος λίγα είχε να προσφέρει σε αντάλλαγμα των φόρων, με αποτέλεσμα την οικογένεια να αντικαθιστά την ανύπαρκτη κοινωνική πολιτική . Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως, το οποίο χαρακτηρίζει σε έναν βαθμό την νεοελληνική κουλτούρα, είναι ότι οι οικογένειες αυτές μεγάλωναν ανθρώπους αλλά όχι πολίτες με ότι κι αν αυτό συνεπάγεται. Κι ο σκοπός εδώ δεν είναι να κριτικάρουμε την οικογενειοκρατία, αλλά να δούμε πως λειτούργησαν τα πράγματα εως σήμερα, μέσω αυτής. 
Στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσω της ναυτιλίας κάποιες τεχνολογικές εξελίξεις στην ευρώπη αρχίζουν και γίνονται γνωστές και μεταφέρονται και στην ελλάδα. Έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται μεγάλες, για τα ελληνικά δεδομένα, εταιρείες, άλλες κερδοφόρες άλλες όχι, αλλά όλες επιβιώνουν μέσω ενός κρατικού προστατευτισμού, είτε με δασμούς, είτε με επιδοτήσεις. Ταυτόχρονα το κράτος παρουσιάζεται ως εργοδότης, βοηθάει με προσλήψεις και φοροαπαλλαγές όπου χρειάζεται, με εντελώς αθέμιττα μέσα για τα σημερινά δεδομένα (όχι ότι έχει και κάποια σημασία), δημιουργώντας τις γνωστές πελατειακές σχέσεις, οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, ήταν ή έστω κατέληξαν παιχνίδι των αλαφουζαίων (πάντα της εποχής).
Τα ταραγμένα πολιτικά σκηνικά του πρώτου μισού του 20ου δεν αφήνουν και πολύ χώρο για πάρλα, σε οικονομικό επίπεδο, εκτός από την περίοδο που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή όπου οι μετανάστες προσφέρουν φτηνά εργατικά χέρια και μεταποιητική τεχνολογία, άγνωστη μέχρι τότε στην από δω πλευρά του αιγαίου. Σε συνδυασμό με την εισροή κεφαλαίων, ελλήνων μεταναστών από ευρώπη, αμερική και αυστραλία, δίνεται το πρώτο πάτημα για δημιουργία μιας υποτυπώδους βιομηχανίας.
 Μετά τον Β’ΠΠ και τον εμφύλιο, τα πράγματα παραμένουν μεν περίπου τα ίδια, αλλά τα μεγέθη, λόγω παγκόσμιας ανάπτυξης, μεγαλώνουν σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στα 60’ς είναι σχεδόν διψήφιος, βάζοντας την ελλάδα στο top 5 των αναπτυσσόμενων χωρών. Οι πελατειακές σχέσεις έχουν αποκτήσει πιο οικεία, σε μας, μορφή, όπου σε ένα σύνολο ομόκεντρων κύκλων, με το κράτος να είναι το κέντρο, τα χρήματα μοιράζονταν από μέσα προς τα έξω, με τους πιο εξωτερικούς κύκλους να παίρνουν le pοul. Οι μεγάλες επιχειρήσεις εξακολουθούν να προστατεύονται, όπως γινόταν και παντού άλλωστε, με τις προβληματικές προς υγιείς να είναι σε αναλογία 5:1 και με κυριώτερες οφελειμένες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Η βάση όμως εξακολουθεί και είναι η οικογενειακή ή μικρομεσαία επιχείρηση. Γενικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει παντού ανάπτυξη οπότε κι η ελλάδα ως μέλος της παγκόσμιας κοινότητας, έχει κι αυτή αντίστοιχα (αν και κάποια ζωάκια εξακολουθούν να δίνουν credits στην χούντα).
Συνοπτικά, εως τώρα ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται κάποια χαρακτηριστικά τα οποία είναι ακόμα έντονα, σήμερα. Το επίπεδο και ο τρόπος παραγωγής και η αντίληψη του κράτους ως δεκανίκι στην απόδοση εισοδήματος αλλά όχι σε επίπεδο δημοσίων αγαθών, ατομικιστικές τάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και μια απόσταση από την εξέλικτική διαδικασία του καπιταλισμού που οδήγησε σε τοπικά μορφώματα, συγγενή περισσότερο με οθωμανικά, παρά με δυτικοευρωπαϊκά, πόσο μάλλον με αγγλοσαξονικά. Και μετά ήρθε η μεταπολίτευση...

(η συνέχεια στο επόμενο...)