Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Ελληνάρες vs. Αρχοντόβλαχοι


Τους τελευταίους έξι μήνες γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι σε οτιδήποτε έχει να κάνει με ενημέρωση και απόψεις (έντυπος τύπος, blogs κλπ) για την οικονομία, έχουν δημιουργηθεί δύο μεγάλα στρατόπεδα. Από την μία πλευρά είναι όσοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα της κρίσης δεν είναι ελληνικό και απλά η ελλάδα είναι άλλο ένα θύμα της, το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής, και πως τα βασικότερα αίτια και οι μόνες σωτήριες λύσεις βρίσκονται στις βρυξέλλες. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν αυτοί οι οποίοι θεωρούν ότι η ελλάδα είναι άξια της μοίρας της, αφού εξακολουθούμε να ενστερνιζόμαστε ένα αποτυχημένο μοντέλο και πως η γιατρειά πρέπει να είναι ριζική και θα είναι μακρινή και επίπονη. Οι δεύτεροι αποκαλούν τους πρώτους ευρωπαϊστές ελληνάρες, αφού μάλλον θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι που πρεσβεύουν μια παγκοσμιοποιημένη, μορφωμένη και εκλεπτυσμένη τάξη, με παγκόσμιες αξίες, αντίθετη στην νεοελληνική κουλτούρα, που πρεσβεύουν οι πρώτοι. Επειδή φαίνεται να έχουν ξεχάσει τις καταβολές τους, κερδίζουν δικαιωματικά τον τίτλο των αρχοντόβλαχων.
Ο λόγος που υπάρχει αυτή η άτυπη διένεξη, έχει να κάνει με τις πολιτικές και οικονομικές προτιμήσεις που κρύβονται πίσω από το κάθε στρατόπεδο. Οι ελληνάρες έχουν μάλλον αριστερίζουσες ανησυχίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ταύτιση με κάποιο πολιτικό κόμμα, ενώ οι αρχοντόβλαχοι έχουν καθαρά νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς. Η ουσία του ζητήματος είναι ότι και τα δύο στρατόπεδα έχουν κάποια δυνατά επιχειρήματα, αλλά ο οπαδισμός τους δεν τους αφήνει να δούνε και τα επιχειρήματα του αντιπάλου, με αποτέλεσμα να έχουμε πήξει στον φανατισμό και στην παπαρολογία, πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων, οπότε ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε όλα κάτω και να δούμε τι σούπα θα μας προκύψει ξεκινώντας την ανάλυση από πάνω προς τα κάτω.

Τα ΕυρωπαϊκοΕνωσιτικά

Η κριτική εδώ ανήκει εξ ολοκλήρου στους ελληνάρες, η οποία είναι καθ’όλα βάσιμη . Το να θεωρεί κανείς ότι η ΕΕ δεν έχει προβλήματα, σημαίνει μονοψήφιο IQ. Από την αρχή της λειτουργίας του ευρω, όλη η δομή της ΕΕ ήταν χτισμένη πάνω σε σαθρά θεμέλια. Όσο το παγκόσμιο περιβάλλον δεν είχε προβλήματα, κανείς δεν ασχολιόταν, ή μάλλον έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στα θεσμικά αυτά προβλήματα, ώσπου με την πρώτη μπόρα αποκαλύφθηκε όλη η γύμνια της, αφού πλέον μοιάζει με ένα τεράστιο τσαντίρι έτοιμο να καταρρεύσει.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ή ευρωπαϊκό τσαντίρι, χτίστηκε πάνω σε τρεις πυλώνες. Οικονομική και πολιτική ενοποίηση, καθώς και ασφάλεια. Ο τρίτος πυλώνας ξεχάστηκε στην ουσία, μερικές δεκαετίες πρωτύτερα, ο δεύτερος επίσης και έτσι μείναμε με τον πρώτο πυλώνα, ο οποίος ναι μεν προχώρησε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ολοκληρώθηκε. Πριν όμως δούμε τι συμβαίνει στον οικονομικό πυλώνα, να αναφέρουμε περιληπτικά δύο πράγματα για την φύση της ΕΕ.
Η έλλειψη δημοκρατικότητας είναι πασιφανής και δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολιτικός επιστήμονας για να καταλάβει ότι πχ η εκλογή των  επιτρόπων της κομισιόν απέχει έτη φωτός από δημοκρατικές διαδικασίες, όπως απέχει και το ειδικό βάρος που έχουν στην πράξη τα μέλη του ευρωπαϊκού συμβουλίου. Το μόνο πράγμα στο οποίο συμμετέχει η εκλογική βάση είναι οι ευρωεκλογές, σε αυτήν την φαρσοκωμωδία που έχουν στήσει τα εγχώρια πολιτικά κόμματα (κάνουν πως στήνουν εκλογές ευρωπαϊκής εμβέλειας αυτοί κι εμείς κάνουμε πως τους ψηφίζουμε). Το ανέκδοτο που υπάρχει για τις δημοκρατικές διεργασίες της ΕΕ, είναι πως αν έκανε αίτηση η ΕΕ για να μπει στην ΕΕ, θα έτρωγε άκυρο.
Φυσικά, άλματα δεν μπορούν να γίνουν και δεν μπορεί κανείς να περιμένει εκδημοκρατισμό της ΕΕ αύριο, αλλά αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την αδράνεια των τελευταίων ετών. Σχετικά με αυτήν την πορεία προς ενοποίηση, το δίκαιο έκανε για δύο δεκαετίες πολλά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού με τον όρο «δεσμευτικό προηγούμενο», ό,τι απόφαση κι αν έπαιρνε το ευρωπαϊκό δικαστήριο, γινόταν από εκείνο το σημείο και μετά δεσμευτική για άπαντες εντός ΕΕ, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα κοινό, όλο και πιο ενοποιητικό, ευρωπαϊκό δίκαιο (κάπως έτσι προέκυψε η υπόθεση Bossman κλπ). Φυσικά αυτό δεν άρεσε στις κυβερνήσεις που έχαναν σιγά σιγά αυτοκυριαρχία, οπότε και αποφάσισαν να βάλουν χέρι στο δικαστήριο με την συνθήκη της λισσαβώνας, κι έτσι κόπηκε κι αυτός ο βραχνάς.
Περνώντας τώρα στον οικονομικό πυλώνα, που ενδιαφέρει περισσότερο, αυτό που συνέβη στην ουσία είναι ότι τα κράτη θυσίασαν την νομισματική πολιτική τους, παραδίδωντας τα νομίσματά τους για να πάρουν το ευρω, το οποίο σήμαινε συναλλαγματική σταθερότητα, φτηνό δανεισμό, αύξηση επενδύσεων και μια σχετική ανακατανομή εισοδήματος μέσω των επιδοτήσεων. Για πολλούς λόγους αυτή η κατάσταση θεωρήθηκε επαρκής, οπότε η ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης καθώς και η δημοσιονομική ολοκλήρωση (τα δύσκολα σημεία δηλαδή) αφέθηκαν για αυτούς που θα είχαν το κουράγιο να συνεχίσουν το δύσκολο έργο (και οι οποίοι ακόμα δεν υπάρχουν).
Στο δημοσιονομικό κομμάτι το μεγάλο πρόβλημα είναι η αναδιανομή εισοδήματος μέσω της φορολογίας. Αν πάρουμε σαν παράδειγμα τις ΗΠΑ, πάνω στις οποίες βασίστηκε το μοντέλο δημιουργίας της ΕΕ, όταν μια πολιτεία αντιμετωπίζει δημοσιονομικά προβλήματα, ένας μέρος των φόρων των άλλων πολιτειών κατευθύνεται προς την προβληματική πολιτεία. Κάτι τέτοιο φυσικά, στην ΕΕ είναι αδύνατο, αφού θα σήμαινε πχ μέρος της φορολογίας της γερμανίας να κατευθυνόταν προς ελλάδα και πορτογαλία. Στις ΗΠΑ όμως, για το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και η εναλλακτική πολιτική (νομισματική αυτήν την φορά) όπου η κεντρική της τράπεζα (FED) τυπώνει ομόλογα και δανείζεται τα απαραίτητα ποσά που χρειάζεται η ελλειμματική πολιτεία. Με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία αυτή, βρίσκει τα ποσά που χρειάζεται τα οποία έχουν κρατική εγγύηση, οπότε δεν αντιμετωπίζει προβλήματα δανεισμού από τις αγορές.
Στην ΕΕ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η ΕΚΤ απέχει πολύ (όπως έχουμε ξαναπεί εδώ) από το να είναι μια ουσιαστικά κεντρική τράπεζα, αφού ένας βασικός ρόλος μιας κεντρικής είναι αυτός του εγγυητή του κρατικού δανεισμού. Το θέμα είναι χιλιοειπωμένο, είναι κάτι που στον ευρωπαϊκό βορρά δεν θέλουν ούτε καν να το ακούν σαν αναφορά, αλλά είναι και κάτι το οποίο είναι αναπόφευκτο και θα συμβεί (αν δεν προλάβει να αυτοκαταστραφεί η ΕΕ). Η ουσία του όλου θέματος είναι πως στην περίπτωση που η ΕΚΤ όντως εξέδιδε ομόλογα, αυτομάτως οι προβληματικές χώρες του ευρω θα είχαν έναν φυσιολογικό δανεισμό που θα τις βοηθούσε να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους και όχι να τους τα επιτείνει, όπως συμβαίνει αυτήν την στιγμή.
Η απάντηση των αρχοντόβλαχων στην παραπάνω κριτική των ελληναράδων, είναι πως με αυτόν τον τρόπο κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι προβληματικές χώρες θα χρησιμοποιήσουν αυτόν τον φτηνό και ασφαλή δανεισμό προς όφελος των αλλαγών των κακώς κειμένων στα εσωτερικά τους. Αφενός δίκαιη η απάντηση αφετέρου, όμως, το να μην συνυπολογίζει κανείς την οικονομική καταστροφή απλών ανθρώπων είναι λίγο ζωώδες και ταυτόχρονα, σε καμία περίπτωση αυτό το επιχείρημα δεν αποτελεί σοβαρή απάντηση στην ελλεπής νομισματική πολιτική της ΕΕ. Για να το δούμε καλύτερα όμως αυτό, ας κατέβουμε ένα επίπεδο.

Τα Ενδοοικογενειακά

  Εδώ τα επιχειρήματα και οι κριτικές δεν είναι τόσο μονόπλευρα. Οι αρχοντόβλαχοι προτάσσουν την γερμανία σαν παράδειγμα, υποστηρίζοντας ότι η η ευρώπη δεν έχει προβλήματα αφού η αλεμανία και οι δορυφόροι της πάνε τόσο καλά, αποφεύγοντας επιμελώς να σχολιάσουν όλα τα παραπάνω περί ΕΕ. Ακόμα όμως και εθνικά αυτό το επιχείρημα είναι προβληματικό. Η οικονομία της γερμανίας που βασίστηκε στην παραδοσιακή βιομηχανία, ξεκίνησε να χτίζεται από την δεκαετία του ’50 με μεγάλα δάνεια-επιδοτήσεις εξ αμερικής και πολύ και φτηνό εργατικό δυναμικό. Αρχικά με την μετανάστευση του ’50 και του ’60 και ύστερα με φτηνούς εργάτες από την ανατολική γερμανία, οπότε οι βάσεις ανάπτυξης είναι τελείως διαφορετικές και άρα οι συγκρίσεις, άνισες.
Πέρα όμως από τις βάσεις αυτές, οι αρχοντόβλαχοι συνεχίζουν λέγοντας πως ακόμα κι έτσι οι γερμανοί κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά τους με την συνεργασία κράτους, βιομηχάνων και εργατικών συνδικάτων, στο οποίο έχουν απόλυτο δίκιο, αφού τα εργατικά συνδικάτα του νότου είτε είναι πλήρως κομματικοποιημένα (καταλαβαίνεις για ποιους μιλάω), είτε είναι διασπασμένα και λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Οι ελληνάρες από την άλλη απαντούν με το εξής βάσιμο επιχείρημα. Η ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων είναι τόσο μεγάλη με την αντίστοιχη των χωρών του νότου και η οποία βασίζεται όχι μόνο στην διαφορά των μισθών αλλά κυρίως στο τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές, που όσο κι αν κόψουν τους μισθούς τους οι νότιοι, δεν θα μπορούσαν ποτέ να φτάσουν την παραγωγικότητα της γερμανίας, οπότε και δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναπτυχθούν οι νότιες εταιρίες. Ακόμα κι αν η παραγωγή των νοτίων κατευθυνόταν προς φτηνά προϊόντα (με τα οποία οι γερμανοί δεν πολυαπασχολούνται) ο ανταγωνισμός με την κίνα πάλι δεν επιτρέπει ανάπτυξη της οικονομίας.  Έτσι ο νότος μένει παγιδευμένος ανάμεσα στον ανταγωνισμό από γερμανία και κίνα.
Οι ελληνάρες συνεχίζουν λέγοντας πως από αυτήν την κατάσταση τελικά επωφελήθηκαν οι γερμανοί αφού όλες οι επιδοτήσεις κι ο φτηνός δανεισμός, δεν είχαν απόδοση στην παραγωγή και για αυτό κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση, επιχείρημα το οποίο όμως έχει δύο πλευρές. Από την μία είναι αλήθεια ότι με την αύξηση της κατανάλωσης στον νότο, αυξήθηκαν και οι εξαγωγές του βορρά. Αυτό είναι εμφανές στο παρακάτω διάγραμμα που παρουσιάζονται τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Με την πρώτη ματιά φαίνεται η αντιστοιχία των τρεχουσών συναλλαγών του βορρά με αυτών του νότου, αφού οι καμπύλες είναι περίπου ίδιες αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ οι τρέχουσες συναλλαγές της ΕΕ σαν σύνολο είναι σχεδόν πάντα 0.      

 


Για τους δύσπιστους, τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στον ακόλουθο πίνακα που δείχνει τον συσχετισμό μεταξύ εξαγωγών του βορρά και εισαγωγών του νότου (0 για καθόλου συσχετισμό και 1 για πλήρη συσχετισμό). Εκτός από την ιταλία, η οποία είναι κατα βάση κι αυτή εξαγωγός χώρα, ο συσχετισμός είναι πάνω από 90%, ενώ και για την ιταλία είναι κοντά στο 80%.

Correlation of % Changes of Exports and Imports of Goods and Services (1995-2009)
             Imports
Exports
Spain
Italy
Greece
Portugal
Germany
0.926
0.883
0.943
0.938
Netherlands
0.93
0.79
0.942
0.968
Calculations are based on data of exports and imports in percent changes from year to year with 2000 as base, expressed in euro.
Source: Eurostat database

Από την άλλη η μεταφορά όλων των δανεισθέντων ποσών στην υπερκατανάλωση (και σε μη αποδοτικές επενδύσεις τύπου οικοδομή), εκτός του ότι σημαίνει αφομοίωση ενός βλακώδους τρόπου ζωής, οδηγεί και σε επιχειρηματική αυτοκτονία, αφού μακροχρόνια δεν θα έμενε επιχείρηση για επιχείρηση ανοικτή. Ο ιδιωτικός τομέας στις περισσότερες χώρες, προσπάθησε να στραφεί προς τις υπηρεσίες, ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ και του ΗΒ, αλλά αφού καμία χώρα δεν αποτελεί σημαντικό χρηματοοικονομικό κέντρο, η προσπάθεια ήταν αποτυχημένη εξ’αρχής. Οι μόνοι παραγωγικοί τομείς που θα μπορούσαν να αντέξουν, η γεωργική παραγωγή, οι πρώτες ύλες και η ενέργεια, έπεσαν θύμα είτε του καταναλωτικού προτύπου και της ανυπαρξίας στοιχειώδους επιχειρηματικότητας (κάτι το οποίο κριτικάρουν οι αρχοντόβλαχοι), και μάλιστα με ένα νόμισμα βαρύτερο από αυτό που θα μπορούσαν να αντέξουν οι νότιοι (πράγμα που κριτικάρουν οι ελληνάρες), όπως και της μόνης κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, της ΚΑΠ, η οποία αφενός μοίραζε προς άπαντες επιδοτήσεις, αφετέρου η ανισότητα στα μεγέθη (με την γαλλία να κερδίζει περισσότερες από αυτές των γουρουνακίων στο σύνολο) οδηγούσε σε ανισότητα (επίσης σημείο κριτικής των ελληναράδων). Η ειρωνία είναι, πως η μόνη κοινή πολιτική εντός ΕΕ, είναι και η πιο άδικη.
Ένα τελευταίο σημείο που κριτικάρουν οι ελληνάρες, είναι το κέρδος των γερμανών σε σχέση με τους νότιους σε διεθνές επίπεδο, μέσω του ευρω. Το τελευταίο είναι ένας σταθμισμένος μέσος όρος όλων των συμμετεχόντων ευρωπαϊκών νομισμάτων, οπότε και είναι λογικό η γερμανία να εξάγει με ένα νόμισμα το οποίο είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που της αντιστοιχεί, βοηθώντας τις εξαγωγές της, ενώ το αντίθετο ισχύει για τους νότιους. Οι αρχοντόβλαχοι δεν φαίνεται να έχουν παρουσιάσουν κάποιο αντεπιχείρημα.
Μέσα σε αυτό το πλάνο, μέχρι στιγμής, οι ελληνάρες φαίνεται να έχουν μια πιο βάσιμη αντίληψη, αφού μέχρι στιγμής το στήσιμο της ΕΕ ήταν τέτοιο που να σπρώχνει σε απόκλιση της οικονομίες της και να ενισχύει δομικά τους ισχυρούς. Η κατάσταση αυτή εκτονωνόταν μέσω των επιδοτήσεων που έπαιρναν τα αδύναμα μέλη, όσο υπήρχε η ΕΕ των 15. Μετά την είσοδο των υπολοίπων χωρών, οι επιδοτήσεις άλλαξαν κατεύθυνση και οπότε οι χώρες του νότου έμειναν ακάλυπτες.

Τα Griechenlandικά

Στο πιο χαμηλό σημείο της ανάλυσης, οι γκρινιάρηδες, πλέον, είναι οι αρχοντόβλαχοι. Στο στόχαστρο μπαίνει ο δημόσιος τομέας ως δυσλειτουργικός, ως πολυέξοδος και ως εμπόδιο στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Στα περισσότερα σημεία τους είναι σωστοί (τα επιχειρήματα είναι λίγο πολύ γνωστά, οπότε δεν υπάρχει και λόγος αναπαραγωγής τους), αν και οι προτάσεις τους και η εμμονή τους στην εξαφάνιση του δημοσίου είναι εντελώς λανθασμένες.
Πιο συγκεκριμένα, η δυσλειτουργία του δημοσίου είναι πάνω κάτω δεδομένη, όπως είναι δεδομένος και ο πολυέξοδος χαρακτήρας του. Το να προτείνεται η, σχεδόν, εξαφάνισή του, όμως, απέχει από την οποιαδήποτε πρόταση για εξυγίανσή του. Προτάσεις όπως μεταφορά προσωπικού από υπερπλήρεις τομείς, σε τομείς με έλλειψη προσωπικού, επανεξέταση όλων των διοικητικών θέσεων που κατέχονται από υπαλλήλους με ελλειπή προσόντα, μείωση αδικαιολόγητα υψηλών μισθών συγκεκριμένων όμως θέσεων και όχι του δημοσίου στο σύνολό του, άνοιγμα των τομέων που δραστηριοποιούνται οι ΔΕΚΟ και όχι ξεπούλημά τους σε κάποιο ιδιωτικό μονοπώλιο (θετικό παράδειγμα οι τηλεπικοινωνίες όπου η μέρχι πρότινος δημόσια cosmote πρόσφερε καλύτερες και φτηνότερες υπηρεσίες από τις λοιπές ιδιωτικές) και πρωτίστως, όχι δημόσιος έλεγχος του χρέους (ο οποίος είναι και ιδιαίτερα χρονοβόρος) αλλά δημόσιος έλεγχος των ελλειμμάτων (για να ξέρουμε πόσα δίνονται ετησίως σε λαμπρακοαλαφουζαίους) είναι κάτι που δεν ακούγεται ούτε από τους αρχοντόβλαχους αλλά και ούτε από τους ελληνάρες.
Αυτό που φαίνεται να έχει μεγαλύτερη κουβέντα είναι το δημόσιο ως εμπόδιο στον ιδιωτικό τομέα. Από την μία οι αρχοντόβλαχοι, ορθώς υποστηρίζουν ότι η γραφειοκρατία και τα λαδώματα που την συνοδεύουν είναι μεγάλο εμπόδιο για τον ιδιωτικό τομέα, κάτι που δεν αμφισβητείται από κανέναν, αλλά οι προτάσεις πχ για ανεξέλεγκτο άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, σε κάποιους τομείς έχει σημασία ενώ σε κάποιους άλλους μπορεί να οδηγήσει και σε καταστφροφή των επαγγελμάτων, οπότε οι γενικεύσεις αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σοβαρά, παρά μόνο ανα κλάδο. Η νοοτροπία των περισσότερων αρχοντόβλαχων πηγάζει από τις νεοφιλελεύθερες θέσεις που οι περισσότεροι έχουν, αλλά χωρίς κριτική σκέψη απλά καταλήγουν σε έναν αστείο μαϊμουδισμό (κάτι που όυτως ή άλλως πουλάει στα μέρη μας, πχ αντιγραφή σουηδικού μοντέλου, ιρλανδικού μοντέλου, δανέζικου μοντέλου κλπ) αφού οι ονειρώξεις τους αφορούν οικονομικές πολιτικές των ΗΠΑ, οι οποίες δεν έχουν εφαρμοστεί ούτε καν σε κάποιο άλλο βορειοευρωπαϊκό κράτος. Φυσικά μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζουν και οι πιέσεις από γερμανία μεριά, των οποίων η ανάλυση πάλι είναι χιλιοειπωμένη, αμφίσημη και τεράστια.
Από την άλλη οι ελληνάρες σιωπούν για τα παραπάνω ή τουλάχιστον αντιδρούν μόνο σε προτάσεις για ανοίγματα επαγγελμάτων, χωρίς όμως να παρουσιάζουν καμία σοβαρή επιχειρηματολογία. Το μόνο στο οποίο εμμένουν είναι σε μια κεϋνσιανή πολιτική, κατά την οποία εν μέσω κρίσης μόνο οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να δώσουν μια ώθηση στην οικονομία. Σωστό σε γενικές γραμμές το σκεπτικό, αλλά χρήματα για αυτές τις δημόσιες επενδύσεις μπορούν να βρεθούν μόνο μέσω μιας γερμανικής υποχώρησης, η οποία όμως θα συμβεί μόνο αν δεν υπάρξουν δημόσιες επενδύσεις, οπότε είμαστε μέσα σε μία ατέρμονη και αδύνατη λούπα.
Όλα τα παραπάνω αντικατοπτρίζονται στην συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και λιτότητας, όπου οι αρχοντόβλαχοι είναι υπέρ και των τριών, άσχετο αν η τρίτη ακυρώνει την δεύτερη. Η πιο σημαντική θέση τους πάντως, είναι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, κάτι στο οποίο έχουν δίκιο και κάτι στο οποίο οι ελληνάρες δεν έχουν κάτι να αντιπαραθέσουν.

Κάτι λείπει, ε;

Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει και από τους δύο έιναι η προβληματική νοοτροπία των ελλήνων είτε μιλάμε για ιδιωτικό, είτε για δημόσιο τομέα (για να είμαστε δίκαιοι, οι αρχοντόβλαχοι είναι πιο κοντά, αλλά οι προτάσεις τους, καθόλου). Το αν θα είναι ανοιχτά τα επαγγέλματα ή όχι, λίγο έχει να κάνει με την κοντόφθαλμη (και ουσιαστικά μη-)επιχειρηματική ματιά του νεοέλληνα, κατά τον οποίο επιτυχημένος επιχειρηματίας είναι αυτός που αγοράζει κατευθείαν σπίτι, αμαξάρα και ιδρύει offshore. Το αν θα υπάρξουν δάνεια για δημόσιες επενδύσεις, δεν σημαίνει και ότι αυτά θα γίνουν και δεν θα μοιραστούν στον επόμενο εκλογικό αγώνα του κόμματος. Το να κατηγορεί κανείς όσους εμπλέκονται με το δημόσιο ως κλέφτες, δεν σημαίνει ότι και αυτοί που δεν εμπλέκονται είναι όλοι αθώοι και θύματα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τους παίρνει όλους η μπάλα, είτε ιδιωτικούς, είτε δημόσιους).
Αυτό που αδυνατούν να καταλάβουν ελληνάρες και αρχοντόβλαχοι είναι ότι το πρόβλημα, όταν το κοιτάζουμε σε εθνικο επίπεδο, δεν είναι πρόβλημα οικονομίας, αλλά δικαιοσύνης. Ανεξάρτητα από το ποια οικονομική πολιτική θα ακολουθήσουμε, είτε είναι νεοφιλελεύθερη, είτε κεϋνσιανή, είτε κομμουνιστική, είτε αναρχική κλπ, το πρόβλημα θα παραμένει το ίδιο αν πρώτα δεν ξεκαθαριστεί όλη αυτή η ανομία, κυρίως σε επίπεδο συνειδήσεων. Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να επαναλειτουργήσει (αν είχε λειτουργήσει ποτέ) το δίκαιο.
Ένα μεγάλο λάθος που υπάρχει στην αντίληψη όλων, όπως λέγαμε και στο προηγούμενο επεισόδιο, είναι πως η οικονομία είναι αυτόνομη, όταν αυτή επηρεάζεται και προκύπτει μέσα από τις κοινωνικές νόρμες. Και αν υπάρχει κάτι το οποίο έχει διαβρωθεί, αυτό είναι πρωτίστως η κοινωνική ομαλή λειτουργία και δευτερευόντως η οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, το κάθε κοινωνικό σύστημα βασίζεται πάνω σε κάποιες ηθικές αξίες. Αυτές οι αξίες διαμορφώνουν την σκέψη των ατόμων, ούτως ώστε να μπορούν να λειτουργούν αρμονικά μέσα στην κοινωνία και να διατηρείται με αυτόν τον τρόπο η κοινωνική συνοχή και η ομαλή λειτουργία της. Επειδή όμως, η τήρηση και η εφαρμογή των αξιών αυτών είναι στην διακριτική ευχέρεια των ατόμων, ένα σύνολο κανόνων είναι απαραίτητο για την επιβολή των αξιών αυτών. Όταν το σύνολο των κανόνων ατονεί, ή υπολειτουργεί, αυτομάτως χαλαρώνουν και οι ηθικές αξίες στην κοινωνία.
Παρατηρώντας τα παραπάνω στην ελληνική κοινωνία, είναι ολοφάνερο ότι το σύστημα των κανόνων υπολειτουργεί, όντας σε καθεστώς ημι-ανομίας (ή και επιλεκτικής ανομίας). Είναι φυσικό επακόλουθο ότι αυτό που συμβαίνει στο σύνολο επηρεάζει και τα επιμέρους, άρα τα προβλήματα της οικονομίας δεν έχουν να κάνουν με το ποιο οικονομικό δόγμα ακολουθείται, ούτε με το ποιες είναι οι κατάλληλες οικονομικές πολιτικές, αλλά με την έλλειψη δικαιοσύνης στο σύνολο, γιατί χωρίς αυτήν όλες οι οικονομικές πολιτικές θα φαντάζουν ίδιες.       

And the winner is…  

Κανείς. Αρχοντόβλαχοι και ελληνάρες καταφέρνουν να συναγωνίζονται μεταξύ τους και να χάνουν και οι δυό. Ο λόγος είναι όπως είπα και στην αρχή, ο τυφλός δογματισμός, ο οποίος δεν επιτρέπει σε ευρεία αντίλήψη της εικόνας ή/και λογοκρίνει. Από την μία σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ελληνάρες είναι πιο ουσιαστικοί, απότην άλλη σε εθνικό επίπεδο οι αρχοντόβλαχοι έχουν μάλλον πιο καλή κριτική, αλλά στερούνται ουσιωδών προτάσεων. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πλευρών, το ότι, δηλαδή, να εξυγιανθεί η ελληνική οικονομία χωρίς εξυγίανση της ευρωπαϊκής δεν έχει νόημα, όπως και το να εξυγιανθεί η ΕΕ χωρίς εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας πάλι δεν έχει κανένα νόημα, φαίνεται, τελικά, να είναι πολύ δύσκολος.
Και το αποτέλεσμα πέρα από τις διαπιστώσεις, είναι ακόμα χειρότερο στις προτάσεις οι οποίες στερούνται ρεαλισμού και φαντασίας ταυτοχρόνως. Ρεαλισμού γιατί αυτές που προτείνονται έχουν κοπιαριστεί από διαφορετικά συστήματα από το δικό μας και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα λειτουργήσουν υπό άλλες συνθήκες και φαντασίας γιατί δεν ξεπερνάνε τα όρια του μαϊμουδισμού. Οι πιο ουσιαστικές προτάσεις είναι αυτές που προέρχονται μέσα από αυτοψυχανάλυση και αυτοαναγνώριση (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο σαν έννοια), που αναγνωρίζουν, δηλαδή, το ιστορικό υπόβαθρο, τις όποιες αδυναμίες αλλά και τις όποιες δυνατότητες και δυναμικές. Με αυτόν τον τρόπο έχουν ρεαλιστικές βάσεις και εφαρμοσιμότητα και ο μόνος τρόπος για να φθάσουμε σε αυτές είναι να συνειδητοποιήσουμε ακριβώς ποιοι είμαστε, τι θέλουμε και τι μπορούμε να κάνουμε.

ΥΓ Εντάξει, το ξέρω ότι έχω παραλήψει πολύ σημαντικά κομμάτια, αλλά κι εσύ πόσο ακόμα αντέχεις να διαβάζεις (αν έφτασες καν ως εδώ);

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Το Εγώ, η θρησκεία και η οικονομία


Υπάρχει λανθασμένα η αντίληψη ότι το εκάστοτε οικονομικό σύστημα είναι αυτόνομο, ανεξάρτητο από τις κοινωνικές νόρμες  και μπορεί να λειτουργήσει μακριά από αυτές. Η αλήθεια όμως απέχει από αυτήν την αντίληψη, αφού το κάθε οικονομικό δόγμα γεννήθηκε, μεγάλωσε και ευδοκίμησε σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις, οπότε η αυτούσια μεταφορά του σε άλλες νόρμες και συμπεριφορές, εκτός από λανθασμένη, μπορεί να είναι και επικίνδυνη.
Υπάρχουν πάρα πολλές προσεγγίσεις επί του θέματος, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές πτυχές που επηρρεάζουν τα οικονομικά συστήματα, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο. Η προσέγγιση που θα ακολουθηθεί εδώ, έχει να κάνει με την θρησκεία και το πως αυτή επηρρεάζει, όχι το σύστημα δικαίου μέσα στο οποίο γεννήθηκε το κάθε οικονομικό σύστημα, αλλά την σχέση της θρησκείας με το Εγώ και πως αυτή η σχέση αντικατοπτρίζεται στην εκάστοτε οικονομική λειτουργία.
Οριοθετόντας καταρχάς, την σχέση μεταξύ του Εγώ και των δύο κυριότερων οικονομικών δογμάτων, του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, στο πρώτο δόγμα υπάρχει η δοξασία του Εγώ ως η δύναμη που κινεί τα πάντα, ενώ στο δεύτερο το Εγώ παραμερίζεται, για να αντικατασταθεί από το Κοινωνικό Εγώ (αδόκιμος όρος). Η ελευθερία του να πράττει κανείς αυτοβούλως, περιορίζεται σημαντικά λόγω των δυναμικών προς την ανισότητα, που αυτή παρουσιάζει. Το σοσιαλδημοκρατικό ενδιάμεσο, των δύο προαναφερθέντων δογμάτων, έχει σαν βάση το καπιταλιστικό πρότυπο, αφού η ατομική πρωτοβουλία εξακολουθεί να είναι ο κινητήριος μοχλός, με την συλλογική παρέμβαση (κρατική κλπ) να είναι υπαρκτή, ούτως ώστε να διορθώσει τις δυναμικές αυτές που οδηγούν σε ανισότητα, όποτε αυτό κρίνεται κοινωνικά θεμιτό.
Με βάση τα παραπάνω, ας αμπελοφιλοσοφήσουμε, βάζοντας στο κόλπο και την θρησκεία, ξεκινώντας από τα ευρωπαϊκά χωράφια και την πιο δημοφιλής θρησκεία στην ευρώπη, τον καθολικισμό.  Η σχέση του τελευταίου με το Εγώ είναι ιδιαίτερη και αμφίσημη. Από την μία το Εγώ είναι στο κέντρο της θρησκείας αυτής, αφού κρίνεται η σχέση του καθενός με τα θεία σαν ξεχωριστή οντότητα, από την άλλη όμως η θρησκεία αυτή ταπεινώνει, καταπιέζει και γεμίζει ενοχές το Εγώ. Από όλα τα χριστιανικά δόγματα ο καθολικισμός είναι αυτός που περιορίζει το Εγώ περισσότερο. Η ιδιωτική πρωτοβουλία υπάρχει, αλλά είναι περιορισμένη από την επιβολή της θρησκείας, πράγμα που σημαίνει ότι ευνοείται ένας καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που σκοντάπτει όμως στην θρησκευτική εξουσία. Ιστορικά, στις καθολικές περιοχές της ευρώπης, όπου οι θρησκευτικοί δεσμοί ήταν πιο χαλαροί, εκεί ήταν που οι ιδέες περί ελεύθερου εμπορίου είχαν και μεγαλύτερη απήχηση. Αναφορικά, δεν είναι τυχαίο ότι η βόρεια ιταλία, ήταν μεγαλύτερο και πιο δραστήριο εμπορικό κέντρο από την νότια, αφού η παπική εξουσία ήταν πιο έντονη στο νότο (φυσικά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για αυτό, οι οποίοι όμως δεν αφορούν την κουβέντα εδώ). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύγκριση μεταξύ γαλλίας και γερμανίας, με την δεύτερη να έχει παραδοσιακά κακές σχέσεις με ρώμη και αβινιόν. Αντιθέτως, όπου η  θρησκευτική εξουσία ήταν πιο έντονη, ευδοκιμούσαν οι πελατειακές σχέσεις.
Τον σκόπελο της καταπίεσης του Εγώ, ήρθε να ξεπεράσει ο προτεσταντικός χριστιανισμός. Κατά τον τελευταίο, το Εγώ απελευθερώνεται από θρησκευτικά δεσμά και μετατρέπει τους όποιους περιορισμούς σε εσωτερικό ζήτημα, οπότε και το όποιο θρησκευτικό χέρι στο Εγώ κατακρίνεται. Η ατομική ελευθερία μετατρέπεται σε ιδιωτική πρωτοβουλία χωρίς εμπόδια και με αυτόν τον τρόπο θέτονται οι βάσεις για οικονομικές σχέσεις καπιταλιστικού προτύπου. Το ότι ο καπιταλισμός, στην πιο ελευθέρια μορφή του, είχε σαν αφετηρία αρχικά την ολλανδία, μετάπειτα την αγγλία και κατεπέκταση τις ηπα, δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού όλες τους είναι προτεσταντικές χώρες.
Περνώντας στο τρίτο ευρωπαϊκό χριστιανικό δόγμα, στην ορθοδοξία, η σχέση της με το Εγώ μοιάζει περισσότερο με τον καθολικισμό, χωρίς το σαδιστικό στοιχείο του τελευταίου. Το Εγώ μπορεί να μην υφίσταται την καθολική καταπίεση και να είναι ελεύθερο, αλλά σε καμία περίπτωση η ελευθερία αυτή δεν αγγίζει την προτεσταντική. Οι πελατειακές σχέσεις, καθολικού τύπου, υπερισχύουν και ενώ υπάρχει η ατομική ελευθερία, η ιδιωτική πρωτοβουλία καταπιέζεται. Αν μπορούσε να περιγραφεί αυτή η σχέση με οικονομικούς όρους, θα ήταν σαν το Εγώ να πληρώνει έναν φόρο στην θρησκεία (φόρο έκφρασης και αυτοεκπλήρωσης) για να υπάρχει χωρίς τύψεις και καταπίεση, οπότε και οι πελατειακές σχέσεις απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία στην οικονομική και πολιτική δραστηριότητα.
Στο μακρινό άκρο της ανατολής, ο βουδισμός έχει μια τελείως διαφορετική προσσέγιση σε σχέση με το Εγώ. Το τελευταίο καταπιέζεται (φυσικά όχι με τα καθολικά πρότυπα) και υποχωρεί ούτως ώστε να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με το περιβάλλον, όποιο κι αν είναι αυτό (φυσικό, κονωνικό, πολιτικό κλπ). Η αρμονία αυτή προτάσσεται όχι ως κάτι υποχρεωτικό, που να συνεπιφέρει ψυχικό καταναγκασμό, αλλά ως ένα θετικό πρότυπο. Με αυτόν τον τρόπο η ιδιωτική πρωτοβουλία ως μέσο αυτοεκπλήρωσης του Εγώ, αποκτάει δευτερεύουσα σημασία και στο επίκεντρο έρχεται η αξία του συνόλου. Σε αυτό το πλαίσιο ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής, βρίσκεται πιο κοντά στις κοινωνικές νόρμες και συγκεκριμένα στην σχέση θρησκείας-Εγώ.
Η ιστορία της κίνας είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Χιλιάδες χρόνια υποτέλειας σε έναν αυτοκράτορα και δεκάδες χρόνια σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Μπορεί να θεωρείται ότι το κομμουνιστικό καθεστώς της κίνας είναι ένας βιασμός του κομμουνιστικού μοντέλου και ότι στην ουσία πρόκειται για μια δικτατορία/αυτοκρατορία με άλλη μορφή, αλλά αφενός αυτό το θέμα είναι εκτός συζήτησης, αφετέρου αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η σχέση του Εγώ με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Τόσο στα χρόνια της σινικής αυτοκρατορίας, όσο και στα κομμουνιστικά χρόνια η σχέση αυτή ήταν πάντα δευτερεύουσα, πράγμα που συνάδει με το βουδιστικό πρότυπο (και σε καμία περίπτωση δεν υποννοώ ότι κομμουνισμός και δικτατορία, είναι ένα και το αυτό).
 Τρανταχτή εξαίρεση σε αυτό το μοντέλο, αποτελεί η ιαπωνία, όπου αν και βουδιστική (αν υποθέσουμε ότι ο σιντοισμός είναι παρακλάδι του βουδισμού), το καπιταλιστικό πρότυπο παραγωγής υπερίσχυσε σε αντίθεση με τη σχέση Εγώ-βουδισμού-ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ένας λόγος αυτής της αντίθεσης έγκειται στην κακή σχέση που έχουν οι ιάπωνες με την θρησκεία. Η τελευταία τους οδήγησε να μπουν σε έναν χαμένο παγκόσμιο πόλεμο υπο την αρχηγία του θεού-αυτοκράτορα ήλιου με τραυματικά αποτελέσματα. Έκτοτε η αθεΐα βαράει γύρω στο 75%. Ακόμα, όμως και πριν τον Β΄ΠΠ, οι κοινωνικές δομές ήταν τέτοιες όπου η θρησκεία είχε απομακρυνθεί από την κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα από την εποχή των σαμουράϊ ή είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Στην πολυπληθέστερη θρησκεία στον πλανήτη, το ισλάμ, τα πράγματα είναι λίγο πιο αχανή. Από την μία υπάρχει το Εγώ σαν αυτόνομη δύναμη, που ταυτοχρόνως οφείλει να υποτάσσεται στην θρησκεία, όχι τόσο σαν έκφραση αλλά περισσότερο σαν αυτοεκπλήρωση, ενώ από την άλλη η συλλογική σκέψη υπερέχει της ατομικής. Κατά αυτόν τον τρόπο υπάρχει η ατομική ελευθερία, η οποία πρέπει να κινείται μέσα στα πλαίσια της συλλογικής συνείδησης, ενώ δεν υπάρχει ιδιωτική πρωτοβουλία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο μωαμεθανισμός είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ χριστιανισμού και βουδισμού, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι είναι η νεότερη θρησκεία, οπότε είναι και αναμενόμενο να δανείζεται στοιχειά από τους παλαιότερους, όπως επίσης και τα γεωγραφικά όρια βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα στις οικονομικές σχέσεις μοιάζει περισσότερο με έναν καθολικισμό στην ευρώπη, αν δεν είχε υπάρξει ποτέ το προτεσταντικό δόγμα.
  Οι ρίζες όλων των παραπάνω φυσικά, βρίσκονται αρκετά πιο πίσω, αφού και οι θρησκείες προέκυψαν μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές δομές. Επίσης, ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ θρησκείας και οικονομίας, είναι το σύστημα δικαίου, αφού πρόκευψε μέσω της θρησκείας, ενώ μέσω αυτού προέκυψε η οικονομία, όπως επίσης καθοριστικό ρόλο σε όλα αυτά είχαν και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, όπως το πολιτικό και το ιστορικά εξελικτικό κομμάτι, τα οποία έμειναν σκοπίμως απέξω για να εξεταστούν στο επόμενο επεισδόδιο.