Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Έλλειμα ανταγωνιστικότητας κι εσωτερική υποτίμηση: Ψέματα και αλήθειες



-          Είναι αλήθεια ότι τα μεσογειακά γουρουνάκια έχουν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας;
-          Είναι.
-          Είναι αλήθεια ότι για να την αυξήσουν πρέπει να κάνουν εσωτερική υποτίμηση;
-          Εφόσον θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη, είναι.
-          Άρα αναγκαστικά πρέπει να μειώσουν τους μισθούς τους. Σωστά;
-          Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα.
-          …! Μα ο Μίχας λέει εδώ κι εδώ ότι αυτή είναι η μόνη ουσιαστική και δίκαιη λύση.
-          Κι ο Μίχας τι είναι; Έχει σπουδάσει ή έχει κάποια σχέση με οικονομικά;
-          Όχι.
-          Ε, τότε;
-          Δηλαδή τι άλλο μπορεί να γίνει;
-      Κοίτα, ας ξεχάσουμε για λίγο το χρέος και τον τραπεζικό τομέα και ας το πάρουμε το θέμα από την αρχή. Αυτήν την στιγμή στην ελλάδα υπάρχει ένα πελατειακό κράτος (η σκύλα), όσον αφορά το δημόσιο και ένα τεράστιο καρτέλ (η χάρυβδη), όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα και αυτό που επιχειρείται είναι το σκότωμα της σκύλας προς όφελος, τελικά, της χάρυβδης.
-         Ναι, αλλά η μείωση των μισθών αφορά τον ιδιωτικό τομεά, οπότε γιατί της χάρυβδης;
-         Η μείωση αφορά τους μισθωτούς και όχι τους επιχειρηματίες. Κατά αυτόν τον τρόπο υποτίθεται ότι θα μειωθούν οι τιμές, αφού το κόστος μιας επιχείρησης είναι πλέον μικρότερο, οπότε και θα γίνουν πιο φτηνά και άρα πιο ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα. Κανείς όμως δεν φαίνεται να υπολογίζει ότι στην ελλάδα δεν υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός (όπως τον εννοούν στα βιβλία τους οι νεοφιλελεύθεροι), οπότε τα κέρδη από μειώσεις θα πάνε κατευθείαν σε τσέπες.
-         Στις άλλες χώρες ισχύει το ίδιο;
-       Όχι. Στην ιταλία για παράδειγμα, υπάρχει η σκύλα η οποία είναι μεγέθους μολοσσού, αλλά δεν υπάρχει η χάρυβδη, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που υπάρχει στην ελλάδα. Γενικά οι ιταλοί τρέφουν το σύνδρομο της υποτέλειας στον αυτοκράτορα.
-          Αυτό πάλι που λες τι μπαρούφα είναι;
-      Δεν το λέω εγώ αλλά οι ίδιοι οι ιταλοί πολιτικοί επιστήμονες και δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω τι είναι, το καταλαβαίνεις από μόνος σου. Απλά θα σου πω να ρίξεις μια ματιά στην ιδιοκτησία των ΜΜΕ από τον σίλβιο (νομίζω γύρω στο 92%) για να καταλάβεις πως επιβεβαιώνεται το σύνδρομο στην πράξη. Τώρα όσον αφορά την ισπανία και την πορτογαλία τα πράγματα είναι κάπως πιο ισορροπημένα, αλλά παρ’όλ’αυτά προβληματικά, όπως θα σου εξηγήσω πιο κάτω.
-         Κι αν έστω πούμε ότι αποχωρούμε από το ευρώ. Τότε τι συμβαίνει;
-       Αν αποχωρήσουμε πάει να πεί πως όλο το χρέος το ξεγράφουμε. Αν το ξεγράψουμε όμως κανείς δεν θα δεχτεί να μας ξαναδανείσει, για το άμεσο μέλλον τουλάχιστον, οπότε θα πρέπει το δημόσιο να βγάζει πλεόνασμα, πράγμα όχι εξαιρετικά δύσκολο, αρκεί να σταματήσει τους εξοπλισμούς και την χρηματοδότηση της θείας κατοικίας.
-         Καλά εντάξει.
-      Το χειρότερο είναι πως θα μας μείνουν στο κεφάλι και η σκύλα και η χάρυβδη και μετά θα ζούμε το σπλάτερ ριμέϊκ του «χορεύοντας με τους λύκους». Γενικά σε αυτήν την συγκυρία, είναι μια καλή ευκαιρία να ξεφορτωθούμε και τους δύο παραπάνω, αλλά δεν βλέπω να συμβαίνει. Εγκυκλοπαιδικά πάντως, ενώ η έξοδος από το ευρώ παρουσιάζεται σαν κάτι τρομακτικό (και από μια άποψη είναι αφού οι εισαγωγές μετά θα είναι πανάκριβες) ταυτόχρονα έχει και μια θετική χροιά. Όπως εξηγεί εδώ ο Yeyati (thanx Mr. Eclectic) το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που σουλατσάρει σε τραπεζοσοκολατοβιομηχανίες του εξωτερικού, μετά την όποια υποτίμηση θα θέλει να επιστρέψει στα πάτρια, αφού εκεί είναι που θα αξίζει περισσότερο. Τα δομικά προβλήματα όμως θα παραμείνουν. Άσε που άμα αποχωρήσουμε εμείς θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν και τα άλλα γουρουνάκια.
-        Καλά οκ, άστο αυτό. Πες μου για την εσωτερική υποτίμηση. Πως μπορεί να γίνει χωρίς να μειωθούν οι μισθοί;
-      Το σκεπτικό είναι σχετικά απλό και το έχουμε ξανασυζητήσει εδώ. Αφού έχουμε ενιαίο νόμισμα και δεν μπορούμε να κάνουμε υποτίμηση, θα πρέπει να μειώσουμε τις τιμές σε σχέση με τις τιμές γερμανίας ή οι ελληνικές να αυξάνονται με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των γερμανικών. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν γίνεται αφού οι γερμανοί είναι ανένδοτοι σε οτιδήποτε θα μπρούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό τους, χώρια το ότι είναι απίστευτα βολεμένοι με την παρούσα κατάσταση.
-         Ναι αλλά πάλι για μείωση μισθών μιλάς.
-   Όχι απαραίτητα. Για να χρησιμοποιήσουμε λίγο τα οικονομικά που χρησιμοποιεί και η τρόϊκα, η ανταγωνιστικότητα μετριέται με έναν αφηρημένο δείκτη, το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας ΜΚΕ. Όταν ο δείκτης αυτός είναι υψηλός τότε η ανταγωνιστικότητα είναι χαμηλή και το ανάποδο. Το ΜΚΕ ορίζεται ως η διαφορά ανάμεσα στο κόστος εργαζομένου (μισθός, ασφάλιση, παροχές κλπ) και στην παραγωγικότητα.

 (ΜΚΕ) ^= W^-A^

Τα καπελάκια δείχνουν ρυθμούς αύξησης, άρα μιλάμε για ποσοστά επί τοις εκατό, το W συμβολίζει το κόστος εργαζομένου και το Α την παραγωγικότητα. Το κόστος εργαζομένου μπορεί πολύ εύκολα να οριστεί, αφού κάποιος απλά χρειάζεται να προσθέσει νουμεράκια, ενώ η παραγωγικότητα προκύπτει μέσω περίπλοκων οικονομετρικών μοντέλων στα οποία πάντα υπάρχει ένα περιθώριο λάθους, ενώ τα δεδομένα που χρειάζεται να συλλέξει κανείς, είναι τόσα πολλά και περίπλοκα που είναι σχεδόν αδύνατο να μην καταλήξει σε ανακρίβειες (μια καλή ανάλυση μπορείς να βρεις εδώ). Όπως καταλαβαίνεις, η τρόϊκα ενδιαφέρεται για να μειώσει το W, ούτως ώστε να μικρύνει το ΜΚΕ και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, στα χαρτιά τουλάχιστον.
-          Οπότε έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως θέλουν να μας κάνουν κίνα;
-          Γιατί να το κάνουν αυτό όταν αυτό το ρολάκι το παίζουν ήδη πολύ καλά οι σλοβακία και σλοβενία;
-     Σχετικά με το ΜΚΕ όμως, υπάρχει άλλη επιλογή; Το να προσπαθήσεις να αυξήσεις την παραγωγικότητα είναι φοβερά δύσκολο, αφού απαιτούνται επενδύσεις οι οποίες είναι ανύπαρκτες σχεδόν σε όλα τα γουρουνάκια.
-   Σωστό. Ένας, όμως, μέτριος, τριτοετής φοιτητής σε ένα οικονομικό πανεπιστήμιο, όχι ιδιαίτερα ριζοσπαστικό, με μια επιφανειακή γνώση των οικονομιών των γουρουνακίων θα έκανε το εξής. Θα διαχώριζε τα προϊόντα που παράγουν οι οικονομίες σε εμπορεύσιμα και μη-εμπορεύσιμα.
-         Δηλαδή μαύρα;
-      Όχι ρε. Η διαφοροποίηση των μεν από τα δε, γίνεται με βάση το αν μπορούν αυτά να πουληθούν σε μακρινές αποστάσεις. Π.χ. τα λαχανικά μπορούν να εξαχθούν άρα θεωρούνται εμπορεύσιμα, ενώ οι σπανακόπιτες ενός φούρνου στην Καλαμάτα είναι κομματάκι δύσκολο να πωλούνται στην Αλεξανδρούπολη, οπότε θεωρούνται μη-εμπορεύσιμες. Επειδή τα εμπορεύσιμα τείνουν να ταυτίζονται με τα εξαγώγιμα, θεωρείται ότι έχουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα και είναι πιο ανταγωνιστικά από τα μη-εμπορεύσιμα. Με άλλα λόγια το Α των εμπορεύσιμων είναι μεγαλύτερο από το Α των μη. Οι μισθοί των δύο θεωρούνται εξισορροπημένοι…
-        Τι παπαριές είναι αυτές ρε;
-       … μιλάμε πάντα για οικονομικά της τρόϊκα, μην περιμένεις ρεαλισμό κι εσύ. Τέλος πάντων, επειδή η ελληνική, η ισπανική και η πορτογαλική οικονομία είναι προσανατολισμένες όλες προς τα μη-εμπορεύσιμα (πχ το κατασκευαστικό αμόκ στην ισπανία είναι κάτι τις μεγαλύτερο από το ελληνικό), η μετακίνησή τους προς την παραγωγή εμπορεύσιμων συνεπάγεται αύξηση ανταγωνιστικότητας χωρίς να χρειάζεται μείωση κανενός μισθού. Ειδικά στην περίπτωση της πορτογαλίας και της ελλάδας, που είναι και οι δύο πλούσιες χώρες σε πρώτες ύλες και γεωργία, ένα τέτοιο μοντέλο θα δούλευε μια χαρά. Του λόγου το αληθές, αυτή είναι και η διαπίστωση του Blanchard, γνωστού ακαδημαϊκού οικονομολόγου και αντιπροέδρου του ΔΝΤ σε μια έκθεσή του για την πορτογαλία. Για την ισπανία τα πράγματα είναι λίγο πιο σφιχτά αφού έχει ήδη μια υποτυπώδης βιομηχανία, αλλά παρ’όλ’αυτά έχει κάποια περιθώρια. Αυτή που είναι χαμένο κορμί είναι η ιταλία, αφού έχει ήδη βαριά βιομηχανία, αλλά ο σοσιαλισμός a la greq, του σίλβιο, τους καταράκωσε.
Φυσικά δεν είναι όλα τόσο εύκολα. Έστω ότι γινόταν κάτι τέτοιο και όλοι αρχίζαμε να ασχολούμαστε με την γεωργία και την ενέργεια (ηλιακή, αιολική κλπ) και το κάναμε τόσο καλά που είχαμε περισσότερες εξαγωγές παρά εισαγωγές. Ακόμα κι έτσι, σε ένα τόσο ευνοΪκό σενάριο, υπάρχει ένα δεσμευτικό όριο που ακούει στο όνομα «Θεώρημα των Balassa-Samuelson». Οι Μπαλάσσας και Σαμουηλόπουλος έφτιαξαν ένα θεώρημα για να εξηγήσουν γιατί οι ανεπτυγμένες χώρες είναι πιο ακριβές, πράγμα το οποίο ισχύει πχ για τις ΗΠΑ, αλλά όχι για την Γερμανία (ούτως ή άλλως, όμως οι οικονομικές θεωρίες είναι πιθανά ενδεχόμενα και σε καμία περίπτωση νόμοι).
Κατά το θεώρημα αυτό, οι οικονομίες που στηρίζονται σε προϊόντα με υψηλή παραγωγικότητα, έχουν κατά βάση υψηλές τιμές οπότε το επιχείρημα της αύξησης ανταγωνιστικότητας, που λέγαμε παραπάνω, πάει περίπατο (το οποίο δυστυχώς δεν θα μπορούσα να στο εξηγήσω χωρίς να σου αραδιάσω καμια δεκαριά εξισώσεις). Η μόνη περίπτωση για να διατηρηθεί το πλεονέκτημα της ανταγωνιστικότητας, είναι να αυξάνει το εργατικό δυναμικό με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτό των επενδύσεων, οπότε και οι μισθοί να πάνε άπατοι.
-         Μα καλά μου μιλάς τόση ώρα για να μου πεις ότι οι μισθοί πάλι θα πρέπει να είναι χαμηλοί;
-       Η διαφορά όμως τώρα δεν έχει να κάνει τόσο με ανταγωνιστικότητα, ούτε με ελλείματα σε εμπορικά ισοζύγια και τρέχουσες συναλλαγές, αλλά με το ότι θα είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στην αυτάρκεια.
-          Οπότε δηλαδή επιστροφή πισω στα κτήματα του παππού;
-          Επίσης, όχι απαραίτητα. Μια σχετική ανάλυση μπορείς να δεις εδώ (thanx to themosst).
-          Καλά ρε τον δοξιάδη τι μου τον έβαλες τώρα; Το γυρνάμε σιγά σιγά σε νεοφιλελευθερισμό;
-    Γιατί η αλέκα λέει άλλα πράγματα; Η πρόταση αυτή μπορεί να συμβεί υπο οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς είτε φιλελεύθερο, είτε σοσιαλιστικό, είτε κομμουνιστικό. Μπορεί να συμβεί είτε σε καθεστώς μεγαλοεπιχειρήσεων είτε σε καθεστώς μικρών ομάδων, είτε κεντρικά σχεδιασμένο. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός σε αυτό. Και ένας άλλος λόγος που βάζω σαν παράδειγμα τον δοξιάδη έχει να κάνει με το ότι σε κάποια πράγματα (όπως στην προκείμενη περίπτωση) υπάρχει σύμπνοια του συνόλου των οικονομολόγων ανεξαρτήτως πεποιθήσεως.
-         Κι αν είναι τόσο απλά τα πράγματα, γιατί δεν γίνονται πράξη;
-   Γιατί παρ’ό,τι πλασάρεται ο οικονομολόγος ως αυτός που παίρνει τις τελικές αποφάσεις, τελικά αποδεικνύεται ότι το πράγμα είναι κατεξοχήν πολιτικό. Όπως και η κρίση είναι πρωτίστως πολιτική παρά οικονομική. Ακόμα και οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, η αριστερά τέλος πάντων, που έχουν μοναδική ευκαιρία για να αναδειχθούν, όπως είναι έτσι πολυδιασπασμένες, ανταγωνίζωνται μεταξύ τους λες και λειτουργούν σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο ελεύθερης αγοράς των κομμάτων, αυτοαναιρόντας έτσι την ίδια τους την ύπαρξη…
-        Καλά μην βάλεις και τα κλάμματα.
-        … και φυσικά η κρίση είναι κατ’επέκταση και κοινωνική, αφού, αρέσει δεν αρέσει, οι πολιτικοί είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας τους, αφού η νοοτροπία που κουβαλάνε οι ίδιοι ελάχιστα απέχει από αυτή των εκλογικών σωμάτων τους. Αλλά τώρα μπαίνουμε σε άλλα χωράφια. Αυτά ας στα πει καλύτερα ένας πολιτικός επιστήμονας ή κοινωνιολόγος.



Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Χρηματοπιστωτικός πανικός: Ένας απλός τρόπος για να καταστρέψεις το τραπεζικό σύστημα



Παρ’ό,τι ζούμε σε μια περίοδο πτωχοτραπεζοκρατίας (όπως λέει κι ο συμπαθής Βαρουφάκης), παρά το γεγονός ότι οι ιδιωτικές τράπεζες, ειδικότερα οι επενδυτικές, τα έκαναν μούσκεμα προκαλώντας την κρίση του 2008, με τις επακόλουθες συνέπειές της, παρά το ό,τι αποτελούν τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος και γι’αυτό έχουν την ανοχή της όποιας πολιτικής ηγεσίας, το τραπεζικό σύστημα είναι φοβερά εύθραυστο και δεν χρειάζεται παρά μια συντονισμένη ενέργεια για να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Ο μεγαλύτερος εφιάλτης του κάθε τραπεζίτη ακούει στο όνομα χρηματοπιστωτικός πανικός. Από μόνη της η λέξη «πανικός» δεν αφήνει πολλά περιθώρια για σχολιασμό. Η εικόνα είναι αντίστοιχη με επιδρομή στα super market στις ντάνες με τα γάλατα, μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση αντί για γάλα έχουμε καταθέσεις, οπότε το παιχνίδι χοντραίνει. Για να γίνει όμως κατανοητό το πως ένας τέτοιος πανικός φέρνει τα πάνω κάτω, καλύτερα να δούμε πρώτα το πως λειτουργεί μια τράπεζα.
Ενώ η πρώτη τράπεζα δημιουργήθηκε στην Ολλάνδία περί τον 15ο αιώνα, η σημερινή τους λειτουργία διαμορφώθηκε τον 19ο  αιώνα στην Αμερική όπου οι χρυσοθήρες έψαχναν ένα ασφαλές μέρος για να διαφυλάξουν τον χρυσό τους και έχει ως εξής. Έστω ότι ένα άτομο, ο Κακομοίρης Α’, παίρνει τον πρώτο του μισθό, έστω 100 ευρω κι αντί να τα βάλει κάτω από το στρώμα του, θέλει να τα καταθέσει σε μια τράπεζα για να πάρει κι αυτόν τον τόκο που του υπόσχονται. Καταθέτει, λοιπόν, τα 100 ευρω στην EuroΕκμετάλλευση. Η συγκεκριμένη τράπεζα, έχει αυτά τα λεφτά στα ταμεία της για τα οποία πρέπει να πληρώσει έναν τόκο μετά από 6 μήνες, οπότε πρέπει να βρεί έναν τρόπο για να καλύψει τον τόκο και επιπλέον να βγάλει κέρδη. Έτσι, βρίσκει ένα άλλο άτομο που έχει ανάγκη να πάρει δάνειο, τον Κακομοίρη Β’, και του δανείζει τα 90 από τα 100 ευρω που έχει στα ταμεία της (το γιατί δανείζει 90 και όχι 100 θα το δούμε πιο κάτω) με επιτόκιο, φυσικά, μεγαλύτερο από αυτό με το οποίο πληρώνει. Την συγκεκριμένη στιγμή, λοιπόν, ενώ έχουν παραχθεί 100 ευρω, κυκλοφορούν στην γύρα 190, 100 του Κακομοίρη Α’ και 90 του Κακομοίρη Β’.
Στη συνέχεια ο δεύτερος, έστω ότι αποφασίζει τελικά να μην ξοδέψει τα λεφτά του δανείου, αλλά να τα καταθέσει σε μια άλλη τράπεζα, την AlphaΛήσταρχος. Η τράπεζα αυτή έχει τώρα στα ταμεία της 90 ευρω και ψάχνεται να τα δανείσει, οπότε και εμφανίζεται ο Κακομοίρης Γ’, που δανείζεται 81 ευρω. Ξαφνικά, ενώ εξακολουθούν να έχουν παραχθεί 100 ευρω, στην γύρα κυκλοφορούν πλέον 271 ευρω και το σερί συνεχίζεται. Ο Κακομοίρης Γ’ καταθέτει τα 81 ευρω στην Εθνική Τοκογλυφία της Ελλάδος (ΕΤΕ), η οποία δανείζει 72,9 ευρω στον Κακομοίρη Δ’ κ.ο.κ. Με αυτόν τρόπο αυξάνεται το χρήμα που έχει καθείς στην τσέπη, αυξάνεται έτσι και η κατανάλωση που σπρώχνει και την παραγωγή προς τα πάνω, με μια μικρή, μόνο, λεπτομέρεια. Παρ’ότι αυξάνεται τελικά η παραγωγή και μαζί και οι μισθοί, σχεδόν όλοι είναι πλέον χρεωμένοι και τρέχουν να καλύψουν τις οφειλές τους. 
Η πρακτική αυτή θα μπορούσε θεωρητικά να συνεχιζόταν ατέρμονα, αλλά προφανώς πρέπει να υπάρχει ένα όριο στην δημιουργία χρήματος από αέρα κοπανιστό και γι’αυτό κάνει την εμφάνισή της σε αυτό το σημείο, ο μπάτσος των τραπεζών, η Κεντρική Τράπεζα. Στην προσπάθειά της να ελέγξει τον αριθμό των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, θέτει σαν όρο ένα συγκεκριμένο ποσοστό καταθέσεων που οι τράπεζες υποχρεούνται να κρατήσουν με το ζόρι στα ταμεία τους. Στο παραπάνω παράδειγμα το ποσοστό αυτό είναι ίσο με το 10% των καταθέσεων. Προφανώς η Κεντρική Τράπεζα, δεν ενδιαφέρεται να ελέγξει αυτήν την εκ φύσεως φούσκα, αλλά τον πληθωρισμό. Αν ξαφνικά οι τράπεζες δανείζουν τα πάντα στους πάντες, η κατανάλωση θα εκτοξευθεί, όπως θα κάνουν και οι τιμές. Όταν η κεντρική θεωρεί ότι το ζήτημα με το πόσα λεφτά κυκλοφορούν έχει ξεχειλώσει, αυξάνει το ανωτέρω ποσοστό και αντιθέτως. Σίγουρα είναι ένας ανεπαρκής τρόπος για να ελέγχει κανείς αυτό το σύστημα, αλλά είναι και ο μοναδικός.
Με αυτόν τρόπο, οι τράπεζες έχουν τον πρώτο λόγο σε μια οικονομία, καθιστώντας την κατάρρευσή τους ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, που είναι, όμως, πολύ εύκολο. Αν μια βροχερή, φθινοπρωρινή μέρα οι καταθέτες νοιώσουν μια ελαφρά αδιαθεσία και για κάποιον απροσδιόριστο λόγο μαζευτούν όλοι οι Κακομοίρηδες και ζητήσουν να κάνουν ανάληψη όλο το ποσό των λογαριασμών τους, οι τράπεζες δεν θα έχουν να δώσουν μία, αφού τα λεφτά του ενός Κακομοίρη τα έχουν δανείσει στον άλλο. Έτσι, πολύ απλά, με μία συντονισμένη ενέργεια, γράφεται ο επικήδειος του τραπεζικού συστήματος. Να’μαστε καλά να το θυμόμαστε.
Φυσικά δεν πρόκειται για καμία ευχάριστη κατάσταση, αφού όλοι ανεξαιρέτως θα χάσουν τις καταθέσεις τους, όπως και συνέβη στο κραχ του 1929. Όλοι; Ε, καλά κι εσύ τώρα... Όπως και να έχει, το όλο πράγμα λειτουργεί με τις προδοκίες του κόσμου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κατάρρευση των χρηματιστηρίων δημιούργησε συνθήκες πανικού, όπου όλοι θεώρησαν ότι θα χάσουν τα λεφτά τους και γι’αυτό έτρεξαν στις τράπεζες για να τα αποσύρουν και να τα κλειδαμπαρώσουν στο σεντούκι τους, προκαλώντας έτσι οι ίδιοι, αυτό που φοβόντουσαν. Κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Η σύγκριση όμως του ’29 με το σήμερα, είναι αν μη τι άλλο γελοία. Σαν να συγκρίνεις έναν χρηματιστή της Wall str. με έναν πακιστανό λαθρομετανάστη στην Αθήνα. Ναι, και οι δύο είναι άνθρωποι (με μια μικρή επιφύλαξη για τον πρώτο). Η φαρσοκωμωδία σήμερα βρίσκεται στο ότι οι τράπεζες δεν χρειάστηκαν την βοήθεια κανενός πανικού για να καταρρεύσουν . Τα κατάφεραν μόνες τους. Μέσα σε όλη αυτήν την αλυσίδα δανεισμού, ένας δανειζόμενος δεν κατάφερε να πληρώσει και ξεκίνησε το ντόμινο (προφανώς δεν συνέβη τόσο απλοϊκά, αλλά το νόημα είναι το ίδιο). Κι αν δεν βλέπουμε καμία τράπεζα να κλείνει, είναι επειδή οι (μικρο)πολιτικοί «ηγέτες», αποφάσισαν να κάνουν πλάτες στο τραπεζικό σύστημα. Αν τυχόν αφηνόταν σήμερα μια τράπεζα να κλείσει (βλ. Dexia) δεν υπάρχει κανείς που να εγγυηθεί ότι δεν θα τρέξει κανείς να αποσύρει τα λεφτά του, προκαλώντας καταστάσεις ανάλογες του ’29 και ακριβώς σε αυτό το σημείο πατάνε οι τραπεζίτες και ψιλοδουλεύουν τους (μικρο)πολιτικούς.
Περνώντας στα δικά μας, στην ελλάδα η οικονομία σηκώνει 2,5 μεγάλες τράπεζες (δεν το λέω εγώ, αλλά ο CEO της AlphaBank και μάλιστα σε εποχές χρυσές, το 2005). Με βάση όλα τα παραπάνω και το ό,τι αντί για 2,5 έχουμε τουλάχιστον 5 μεγάλες και άλλες τόσες μικρές τράπεζες, μπορεί να καταλάβει κανείς για το πως και γιατί έχουμε φτάσει σε αυτήν την κατάσταση. Η γερμανική πρόταση σε αυτό το χάλι, η οποία μπορεί να μην είναι ουσιαστική αλλά είναι πάντα η πιο λογική, λέει κούρεμα του χρέους προς τις τράπεζες, μια λύση που θα πονέσει τόσο τις εσωτερικού όσο και τις εξωτερικού (σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο, εννοείται). Η ελληνική κυβέρνηση και διάφοροι επιφανείς τραπεζίτες (βλ. Παπαδήμος) αρνούνται πεισματικά, αφού θα οδηγήσει (λένε) σε κατάρρευση το δικό μας τραπεζικό σύστημα.
 Προφανώς το να σκεφτούν ότι μπορούν να εγγυηθούν καταθέσεις π.χ. μικρότερες των 100.000 ευρω ή να καλύψουν έστω μέρος της χασούρας των τραπεζών, γλυτώνοντας όμως αρκετά, είναι κάτι που ανήκει σε άλλη γωνιά του γαλαξία και είναι σαφώς προτιμότερο την χασούρα των τραπεζών, εν μέσω αυτής της κρίσης (π.χ. η μετοχή της Πειραιώς σήμερα 10/10/11, έφτασε το αστρονομικό ποσό των 0,30 ευρω. Με 3 ευρω έχεις δέκα μετοχές. Πιο πρακτικό θα ήταν, νομίζω, να τις πουλάνε στο περίπτερο μαζί με τις τσίχλες), να την πληρώσει η πραγματική οικονομία με φόρους, εισφορές, λογαριασμούς ΔΕΗ κλπ. Αν είναι να μην μας μείνει στο τέλος, ούτε φράγκο για δείγμα, μήπως να μαζευόμασταν όλοι μαζί, μια βροχερή, φθινοπωρινή μέρα για έναν καφέ και μετά να κάνουμε μια ομαδική ανάληψη;