Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Brace yourselves






Μετά από τόση φασαρία, τελικά η κατάληξη είναι να έχουμε κατά πάσα πιθανότητα έναν χειρότερο πρωθυπουργό από τον προηγούμενο και την χα στην βουλή. Τουλάχιστον ψώφησε το παλιό «καλό» πασοκ. Ο μεγάλος αντιμνημονιακός αντώνης έπαιξε το κεφάλι του κορώνα γράμματα, αφού ήξερε ότι με την ντόρα στο κόμμα, στην πρώτη αναποδιά θα του ζήταγε τα ρέστα. Τελικά τα κατάφερε, αλλά τι ακριβώς; Ναι θα είναι μάλλον πρωθυπουργός, αλλά σε μια κυβέρνηση η οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις ισπανικές και τις ιταλικές αναταράξεις και η οποία μόνο βραχύβια θα μπορεί να είναι αφού παίζονται πολύ μεγαλύτερα παιχνίδια από αυτά που μπορεί να αντέξει το νοτιοανατολικό ευρωζωνικό χωριό.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως. Ο Αντωνάκης κινήθηκε προεκλογικά με άξονα την παραμονή της ελλάδας στο ευρώ. Αν παραβλέψουμε για λίγο το φτηνό προεκλογικό τσιτάτο και πάρουμε την υπόσχεση πιο σοβαρά, κολλάμε σε δύο προβλήματα. Το ένα έχει να κάνει με τις δυναμικές της ελληνικής οικονομίας και το άλλο με το ίδιο το ευρω.
Ξεκινώντας από τα δικά μας, οι απόψεις που υπάρχουν χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Από την μία πλευρά οι αμερικανοί οικονομολόγοι (κατά βάση αντιμνημονιακοί) οι οποίοι θεωρούν δεδομένη την έξοδο της ελλάδας από το ευρω, ότι κι αν κάνουμε. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του μαγίστρου Σόρρος (ο οποίος εκφράζει μάλλον τις αγορές παρά κάποιους οικονομολόγους) κατά τον οποίο με τσίπρα η ελλάδα είναι εκτός, αύριο κιόλας, ενώ με σαμαρά σε 4 μήνες. Ο λόγος για αυτόν τον πεσσιμισμό έχει να κάνει αποκλειστικά με την αποτυχημένη πολιτική της λιτότητας (ultra-super-epic fail), η σφοδρότητα της οποίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ανάκαμψη και απλά λίγη πολιτική γκρίνια επισπεύδει τα αναπόφευκτα.
Από την άλλη, οι ευρωπαίοι οικονομολόγοι (οι περισσότεροι εκ των οποίων πάλι αντιμνημονιακοί) θεωρούν την έξοδο της ελλάδας αδύνατη, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η εκτ θα πρέπει να καλύψει το χρέος των ισπανικών τραπεζών (γύρω στα 3 τρις) και το αντίστοιχο χρέος των ιταλικών (γύρω στα 5-6 τρις). Δύσκολοι καιροί για ευρωτραπεζίτες. Και στις δύο περιπτώσεις είναι εμφανές ότι το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός της ελλάδας και το τι θα (μπορεί να) κάνει δεν έχει καμία, μα καμία, μα καμία σημασία. Εντάξει, υπάρχει κι ο μνημονιακός λόγος, όπου στην ελλάδα οι μνημονιακοί ζουν στον δικό τους ελληνικό μικρόκοσμο, ενώ στην ευρώπη ξεροκαταπίνουν κοιτάζοντας μπροστά τους τα δύο απροσπέλαστα όρη, της ισπανίας και της ιταλίας.
Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που θα βρει μπροστά του ο μεγάλος αντιμνημονιακός αντώνης, αφού υπόσχεται ότι θα κρατήσει την ελλάδα στο ευρώ, αλλά σε ποιο ευρώ όταν το τελευταίο μπορεί να πάψει να υπάρχει (τουλάχιστον όπως το ξέρουμε), αρκετά σύντομα;  Όπως αναφέρει κι ο, πάντα διαυγής, munchau το μεγάλο παιχνίδι που παίζεται (και αναφέραμε πιο πάνω) έχει να κάνει με την έλλειψη λύσης σχετικά με την  ευρωπαϊκή ενοποίηση και η οποία έχει κι αυτή δύο σκέλη, ένα πολιτικό κι ένα οικονομικό. Στο πολιτικό μέρος έχουμε ένα παράδοξο τύπου condorcet, όπου η γερμανική κεντρική θέλει δημοσιονομική ενοποίηση για να προχωρήσει σε τραπεζική, das merkel θέλει πολιτική για να προχωρήσει σε δημοσιονομική κι ο φρανσουά θέλει τραπεζική για να προχωρήσει σε πολιτική. Κι όλα αυτά ενώ επείγεται να βρεθεί λύση για το ισπανικό και ιταλικό ζήτημα.
Στο οικονομικό μέρος, η ισπανία πραγματικά δεν είναι ελλάδα αφού δεν έδειξε καμία διάθεση για νταραβέρια με δντ, ενώ έθεσε ευθύς εξαρχής το ζήτημα των τραπεζών και μόνο αυτό (συνεκτική περιγραφή εδώ).  Κουβέντα για τα ελλείμματα οι μέν, κουβέντα και οι δε, με τα χρέη να τρέχουν κι ενώ το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα πάει για μετωπική με τοίχο. Προφανώς αυτήν την στιγμή το παιχνίδι είναι στην μεριά της αγκέλας η οποία θα πρέπει είτε να αποδεχτεί μια ήττα και να μαλακώσει αρκετά τις θέσεις της, προωθώντας έναν ευρωπαϊκό φεντεραλισμό, είτε να βάλει την φωτογραφία της δίπλα στα σχετικά κείμενα των εγκυκλοπαιδειών για την καταστροφή του ευρώ. Η ίδια θα προτιμούσε να έρθουν οι εκλογές και να φύγει από πάνω της το βάρος, αλλά κι αυτές οι άτιμες αργούνε πολύ.
Πίσω στο ελλάντα οι πολιτικές εξελίξεις, όπως έχει αναφερθεί ξανά από αυτό εδώ το μπλογκ, βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολύ δύσκολα η κυβέρνηση σαμαρά θα αντέξει για πάνω από κάποιους μήνες. Όποτε κι αν έρθει η κατάρρευση της κυβέρνησης, θα σημάνει έναρξη της ντόριας αυτοκρατορίας στο κεντροδεξιό κόμμα, το οποίο λογικά θα προσελκύσει, όπως το σκατό τη μύγα, τις νεοφιλελεύθερες συνιστώσες (ή γκρουπούσκουλα αν προτιμάτε) από όποιο κόμμα κι αν προέρχονται, ενώ θα διώξει το λαϊκό κομμάτι της νδ, που θα πρέπει να βρει νέα στέγη. Υποψήφιες στέγες υπάρχουν αρκετές και δεν θέλω ούτε καν να σκέφτομαι καμία από αυτές. Από την άλλη πλευρά ο μπένι θα βάλει ένα τέλος  στο πασοκ. Θα του αλλάξει όνομα δηλαδή (βλέπε νεος πανιώνιος). Βλέπεις, υπάρχουν και κάποια χρέη που πρέπει να εξαφανιστούν. Κάποιες σχετικές, μελλοντικές ζυμώσεις με δημαρ θα φτιάξουν ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό πόλο και μας μένει η αριστερά, στην οποία ο συριζα κατάφερε να ελιχθεί και να προσαρμοστεί στις νέες περιστάσεις, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Λογικά στις επόμενες εκλογές, αν δεν γίνει κάποια δραματική αλλαγή, θα είναι πρώτο κόμμα, ενώ, σε ένα παράλληλο σύμπαν, στον περισσό το κόλλημα στο 1928 έχει, επιτέλους, σταματήσει να πουλάει.
Βέβαια ωραία φαίνονται όλα αυτά σε ένα βάθος τετράμηνου ή εξάμηνου ή άντε και εννιάμηνου βαριά βαριά, αλλά μέχρι τότε, με 30% δεξιά και χοντρικά 10% άκρα δεξιά, η ζωή στο γκρίχενλαντ δεν φαίνεται και πολύ αισιόδοξη.


Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Η Ευρώπη ξυπνάει το φάντασμα ενός μη-κυβερνήσιμου κόσμου




Μετάφραση άρθρου του Mark Mazower από την έντυπη έκδοση των FT (26.05).

«Αποφάσισαν χωρίς εμάς, προχωράμε χωρίς αυτούς», λέει το σλόγκαν στο site του Συριζα, του προεξέχοντος, στις τελευταίες εκλογές, αριστερού Ελληνικού κόμματος. Αλλά αυτό που προκύπτει, διαβάζοντας παρακάτω, είναι λιγότερο μια σαφής στρατηγική για το μέλλον της χώρας και περισσότερο μια κοσμοθεωρία διαχεόμενη από εικόνες και μνήμες του πολυτάραχου παρελθόντος. Εδώ, η μάχη εναντίον του εχθρού, όπως τον αντιλαμβάνονται σήμερα,  - του νεοφιλελευθερισμού – θυμίζει τον αγώνα κατά της στρατιωτικής χούντας, 40 χρόνια πριν, και την αντίσταση κατά των Ναζί στην κατοχή, κατά τον Β’ΠΠ. Υπάρχουν, ακόμα, απόηχοι από το Λαϊκό Μέτωπο και την Σοσιαλιστική Διεθνής. Ο Αλέξης Τσίπρας, αρχηγός του Συριζα, είναι πολύ νέος για να τα θυμάτια όλα αυτά: γεννήθηκε λίγο αφότου έπεσε η χούντα, το καλοκαίρι του ’74. Παρ’όλα αυτά, η γλώσσα που χρησιμοποιεί το κόμμα του μας θυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή κρίση θέτει κάποια βαθειά ιστορικά ερωτήματα σχετικά με το τι συνέβη στην πολιτική, στην δημοκρατία και στην ίδια την ιδέα της διεθνούς συνεργασίας.
Στην Ευρώπη ήταν, δύο αιώνες πριν, που δημιουργήθηκε η ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα κυβερνήσιμο μέρος. Αυτή η ιδέα, τότε, ήταν ριζοσπαστικά καινούργια: ο όρος «διεθνής» από μόνος του, επινοήθηκε από τον Jeremy Bentham και αφομοιώθηκε μερικές δεκαετίες μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Παρ’ό,τι, τότε, ο εθνικισμός αναδυόταν σαν ισχυρή δύναμη, οι υποστηρικτές της διεθνούς συνεργασίας δεν ανησυχούσαν. Αντιθέτως, πίστευαν ότι ο εθνικισμός κι ο διεθνισμός ήταν αδελφές ψυχές και ότι μια ήπειρος από «ζωντανές» εθνικές δημοκρατίες καθιστούσαν αναγκαία την συνεργασία ανάμεσα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους. Ο λογοτέχνης Βίκτωρ Ουγκώ υπεδείκνυε το όραμα μιας ομοσπονδοιοποιημένης Ευρώπης σε ένα ξέφρενο κοινό ακτιβιστών το 1849 στο Παρίσι. Ο Ιταλός επαναστάτης Giuseppe Mazzini ενέπνευσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, με την ιδέα μιας κοινωνίας δημοκρατικών εθνών.
Όπως η κακότυχη Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) ήταν ένα αποτέλεσμα τέτοιων απόψεων, έτσι και άλλοι διεθνιστές αγωνιζόντουσαν σκληρά για ελεύθερο εμπόριο, ή για κομμουνισμό. Αλλά ο Β’ΠΠ οδήγησε τους αντι-φασίστες στην Ευρώπη, να επιστρέψουν στην ιδέα της ομοσπονδίας για την ήπειρο, σαν αντίδοτο τόσο προς τον αρρωστημένο και πολεμοχαρή εθνικισμό των Χίτλερ και Μουσσολίνι, όσο και προς την απελπισμένη, αν και ματαιόδοξη, ΚΤΕ. Πίστευαν ότι χωρίς ολοκλήρωση, οι Ευρωπαίοι θα συνέχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους επαόριστα. Με την ολοκλήρωση, το έθνος θα μπορούσε να χαλιναγωγηθεί και οι ανάγκες των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας, να εξασφαλιστούν.
Επομένως, οι καταβολές της ΕΕ αντανακλούν την επίμονη παλιά ιδέα ότι η διεθνής συνεργασία είναι η καλύτερη εξασφάλιση για την εθνική ευημερία. Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, προϋπέθετε όχι μόνο την πεποίθηση ότι θα ενίσχυε την ανάπτυξη και θα κράταγε τον κομμουνισμό μακρυά, αλλά και την πεποίθηση ότι θα αναβίωνε την ίδια την δημοκρατία. Οι πρώτες δεκαετίες της κοινής αγοράς συνέπεσαν τόσο με μια άνευ προηγουμένου αύξηση παραγωγικότητας και ανάπτυξης στην Δυτική Ευρώπη, αλλά και, ταυτόχρονα, με σημαντική μείωση της ανισότητας και με αυξημένες δαπάνες προς το κοινωνικό κράτος.
Αυτό το επίτευγμα φαίνεται να ανήκει, πλέον, σε ένα σχεδόν νεολιθικό παρελθόν. Τα τελευταία 25 χρόνια πολλά από αυτά τα κεκτημένα χάθηκαν και η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία και η διεθνής συνεργασία είναι έννοιες συμπληρωματικές, είναι πλέον σε αμφισβήτηση. Οι αρχιτέκτονες αυτής της αναστροφής  δεν ήταν φιλόσοφοι όπως ο Bentham, ούτε επαναστάτες όπως ο Mazzini, αλλά «ξενέρωτοι» τεχνοκράτες όπως ο Paul Volcker κι ο Michel Camdessus του ΔΝΤ. Οι managers του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, μετά τα πετρελαϊκά σοκ των 70’ς, πίστεψαν ότι η διεθνής ευημερία και σταθερότητα εξαρτιόντουσαν από την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων. Η ενθουσιώδης συμμετοχή της Ευρώπης σε αυτόν τον εκχρηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας είχε μεγάλες κι ενδεχομένως, αθέμιτες συνέπειες.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί απαιτούν από τα μέλη τους να παραδώσουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους σαν αντάλλαγμα προς τα οφέλη που θα αποκομίσουν από την συμμετοχή τους. Αλλά σε πρωτύτερους χρόνους, αυτή η επιλογή δεν περιείχε τίποτε σχετικό με τις θυσίες που απαιτούνται σήμερα. Οι νομοθέτες στην ΕΕ, και ειδικότερα στην ΟΝΕ, είναι πλέον υποχρεωμένοι να παραχωρήσουν διακριτή δύναμη σε κεντρικούς τραπεζίτες, δικαστές, γραφειοκράτες και βιομηχάνους. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός του Συριζα για να καταλάβει πως αυτή η κατάσταση, σε δύσκολους καιρούς, επιτρέπει σε πολιτικά κόμματα να μετατραπούν σε μαγαζιά εξυπηρέτησης σκοτεινών συμφερόντων.
Αυτό που διακυβεύεται στην κρίση της ευρωζώνης, πάει πολύ πιο βαθυά από τις συνέπειες της εξόδου της Ελλάδας από αυτήν και πέρα από το μέλλον της ίδιας της ΕΕ. Η κρίση έχει θέσει σε αμφισβήτη το ό,τι ο κόσμος μπορεί να κυβερνηθεί.
Η ΕΕ ήταν κάποτε η πιο φιλόδοξη και εντυπωσιακή πραγματοποίηση αυτής της ιδεάς. Στην μετενσάρκωσή της στον 21ο αιώνα, η ΕΕ επέτρεψε ένα επικίνδυνο κενό ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, τεχνοκράτες κι εκλογικά σώματα. Η αντίθεση ανάμεσα στον σεβασμό της ΕΕ προς τις χρηματιστηριακές αγορές και την περιφρόνησή της προς τα κοινωνικά κόστη, που προκύπτουν απ΄την προσπάθεια ικανοποίησης των αγορών, καθιστά εξαιρετικά δύσκολο για τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν την διεθνής συνεργασία σαν ένα αγαθό.
«Ο τύπος της καταπίεσης που απειλεί την δημοκρατία δεν θα μοιάζει με τίποτα που έχει προϋπάρξει ήδη» σημειώνει διαισθητικά, ο Alexis de Tocquenville στο τέλος του έργου του για την δημοκρατία στην Αμερική, το 1840. Η αίσθησή του, σαν απομονωμένος ανάμεσα σε  ένα αθεράπευτο παρελθόν και ένα απρόβλεπτο μέλλον, αντηχεί σε ένα χρονικό σημείο όπου η διεθνής συνεργασία που υπάρχει στην ΕΕ, δεν στηρίζει πλέον τους εγχώριους πολιτικούς θεσμούς, αλλά περισσότερο τους στραγγαλίζει.
Ο Συριζα μπορεί να μην έχει λύσεις για το πρόβλημα της Ελλάδας ή της Ευρώπης. Αλλά ποιος έχει; Αυτή η, επιστρωμένη με ιστορικότητα, ρητορική του μας υπενθυμίζει ότι όλοι ψαχουλεύουμε μια καινούργια πολιτική γλώσσα, για να καταλάβουμε ποια στοιχεία της διεθνούς κληρονομιάς μας επιθυμούμε να κρατήσουμε και ποια να διώξουμε. Φυσιολογικά, όπως ο Συριζα, ψάχνουμε πίσω στο παρελθόν για ομοιότητες, μάλλον, παραπλανημένοι. Η ασφάλεια που μας παρέχει το παρελθόν, ίσως να μην είναι ο καταλληλότερος οδηγός σε ένα μέλλον, στο οποίο χάνεται συνεχώς η πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί να είναι κυβερνήσιμος.